ΤΟΥ ΚΙΑΜΗΛ ΜΠΕΗ
-Αχ που σαι και δεν φαίνεσαι, καμαρωμένε αφέντη;
Ήσουν κολόνα στον Μοριά και φλάμπουρο στο Κόρθο, ήσουν και στην Τριπολιτσά θεμελιωμένος πύργος.
Στην Κόρθο πιά δεν φαίνεσαι, ουδε μες στα σεράγια. Ένας παπάς σου τά ’καψε τα έρμα τα παλάτια. Κλαίνε τα’ άχούρια γι΄ άλογα τα τζαμιά για αγάδες, κλαίει και η Κιαμήλαινα τον δόλιο της τον άνδρα. Σκλάβος ραγιάδων έπεσε και ζει ραγιάς ραγιάδων.
Μοριάς (1822)
Τ’ ΑΝΑΠΛΙ
-Σαν πως που λες να χαίρομαι και να βαρώ παιχνίδια,
οπ’ είμ’ Ανάπλι ξκουστό κι’ Ανάπλι παινεμένο,
πόχω τα τόπια για χαρά, τουφέκια για παιχνίδι,
και συ με θέλεις για ραγιά με θες χαρατσωμένο;
-Ανάπλι δώστα τα κλειδιά, Ανάπλι παραδώσου,
γιατί όσο αίμα κι αν χυθεί θαν το’ χεις στο λαιμό σου.
-Δεν παραδίδω γώ κλειδιά, και δεν έχω χαμπέρι.
Στο Παλαμίδι κρέμονται, και σύρε να τα πάρεις.
Μοριάς (1822)
ΑΡΑΠΙΑ
Παρά η τρυγόνα, η χλιβερή το λέει το μοιρολόγι.
Φέτο μας ήρθε η Αραπιά και κόβει και σκλαβώνει.
Εσκλάβωσε μικρά παιδιά, γυναίκες με τους άνδρες,
και εσκότωσε λεβεντουριά και καπεταναραίους.
Μοριάς (1827)
ΤΟΥ ΖΑΧΑΡΙΑ
Λάμπουν τα χιόνια στα βουνά κι ο ήλιος στα λαγκάδια
Έτσι λαάπει κι ο Ζαχαριάς μες στ’ αλλα παλληκάρια.
Τα Τσακωνίτικα βουνά πολ’ είναι βουρκωμένα,
Κάνε βοριάς τα φύσησε, κάνε βοριάς χειμώνας.
Κανείς και δεν τα πάτησε απ’ τους παλιούς τους κλέφτες,
Ο Ζαχαριάς τα πάτησε και τα τσαλαπατάει,
Ο Ζαχαριάς τα χαίρεται με τον Καλουμερτζίνιο.
Μοριάς (1759)
ΤΟΥ ΜΑΝΤΑ
-Εσείς βουνά του Λιονταριού, δέντρα τ’Ανεμοδούρι,
να μην επέρασε ο Μαντάς, ο φοβερός ο κλέφτης;
-Εχτές προχτές επέρασε με τρία παλληκάρια.
Πήγε στη Βλαχοκερασιά, στου Μπούμπουκα το σπίτι.
Κουμπάρες τον εκαρτερούν με τα παιδιά στα χέρια:
«Καλώς τον τον κουμπάρο μας, καλώς τον τον νοννούλη!»
Φλουριά τους δίνει στα παιδιά και γρόσια στις κουμπάρες
Και στις κουμπαροπούλες του άσπρα και κακογρόσια.
Μ’αυτές τον εκεράσανε κρασί φαρμακωμένο.
«Κουμπάρα τι έχει το κρασί και είναι θολωμένο;»
«Νοννούλη μου μας σώθηκε από τα κατακάθια!».
Ψιλή φωνίτσα ΄βγαλε όση κι’αν εδυνάστη:
«Κουμπάρα μ’ εφαρμάκωσες και πάω φαρμακωμένος!».
Μοριάς (1670)
ΤΟΥ ΚΑΡΑΧΑΛΙΟΥ
Του Καραχάλιου η αδελφή του σέρνει μοιρολόγι:
-Να χαμηλώναν τα βουνά να ψήλωναν οι κάμποι,
να βλεπα την Τριπολιτσιά και της Μηλιάς τον Κάμπο,
να ιδώ τον αδελφούλη μου τον δόλιο Καραχάλιο,
πόσοι Τούρκοι τον πάν μπρόστά κι πόσοι από πίσω!
Χίλιοι τον πάν την μια μεριά και χίλιοι από την άλλη.
Στην μέση πάει ο δούλης μου ο δόλιος Καραχάλιος,
Με δυό κουλούρες στο λαιμό με σίδερα στα πόδια.
Έχουν και τα χερούλια του με δυό λινιές δεμένα.
«Τραγούδα Καραχάλιο μου και σύ Γραμματικέ μου,
για ν’ άκουστή στη Ρούμελη ν’ άρθουν να σε γλυτώσουν».
«Παιδια, σας πέφτω ένα ριτσά, σας πέφτω ένα μινάτι,
για ντώστε τα χερούλια μου, μούδιασαν του καημένου,
για λύστε και τα πόδια μου, κοπήκαν του καημένου,
και καβαλλάτε τ’ατια σας και τα λαγωνικά σας,
και βγάλτε και απολάτε με μες στης Μιλιάς τον Κάμπο, κι όπου με
φτάσετε κόφτε με».
Μοριάς (1792).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΣΧΟΛΙΑ