Είναι αναμφισβήτητο γεγονός πια, ότι σε όλο το δυτικό κόσμο η μεγάλη μάζα των διανοουμένων είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό εξαρτημένη από το κεφάλαιο ή από την εξουσία. Οι μηχανισμοί είναι γνωστότατο. Η εύνοια, η συμμετοχή σε " ερευνητικά προγράμματα " που συνδέονται με την παραγωγή, η παροχή υπηρεσιών με την τυπική ιδιότητα του συμβούλου, του τεχνοκράτη, του εμπειρογνώμονα ή ακόμα και του «γκουρού», κατέστησαν την διανόηση «επάγγελμα»...».

Κ
. Τσουκαλάς

« It is now an undeniable fact that throughout the western world the intellectuals are strongly dependent on the capital and the «power». The mechanisms are well known. These are the favouritism, the participation in «research projects» associated with the production, the status of consultant, the technocrat, the expert, or even the «gurus».All these have made the intellectuals a professional cast of people in the service of political, economical and social elites.

C. Tsoukalas

11 ΜΑΡΤΙΟΥ 2010

Τι περιμένουνουμε στην αγορά συναθροισμένοι;
Είναι οι βάρβαροι να φθάσουν σήμερα.
Γιατί μέσα στην σύγκλητο μια τέτοια απραξία;
Τι καθοντ’ οι συγκλητικοί και δεν νομοθετούνε;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα!

Τι νόμους πια θα κάμουν οι συγκλητικοί;
Οι βάρβαροι σαν έλθουν θα νομοθετήσουν!

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σ.ΚΑΛΥΒΑΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σ.ΚΑΛΥΒΑΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2010

ΕΜΦΥΛΙΑ ΒΙΑ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ



Του Στάθη Καλυβά

Ο ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ κ. Στάθης Καλύβας απαντά στο «Βήμα της Κυριακής» 24-1-2010, στο σχόλιο του καθηγητή κ. Χάγκεν Φλάισερ, το οποίο είχε δημοσιευθεί στο «Βήμα της Κυριακής» στις 10 Ιανουαρίου 2010 με τίτλο: « Η “κόκκινη” και η “μαύρη” βία». Το κείμενο του κ. Φλάισερ ήταν απάντηση στο σχόλιο του κ. Καλύβα το οποίο είχε δημοσιευθεί στο «Βήμα της Κυριακής» (20 Δεκεμβρίου 2009) με τίτλο «Η Ιστορία ως τυμβωρυχία». Το κείμενο του κ. Καλύβα αφορούσε βιβλιοκριτική του κ. Φλάισερ σχετικά με την έκθεση που συνέθεσε το 1943 ο βρετανός ταγματάρχης Ντέιβιντ Γουάλας για τις ελληνικές αντιστασιακές οργανώσεις καιη οποία είχε δημοσιευθεί στην εφημερίδα «Τα Νέα» (28.11.2009).

Με τον Χάγκεν Φλάισερ έχουμε ένα κοινό στοιχείο: και οι δύο φύγαμε από τη χώρα μας και σταδιοδρομήσαμε επιστημονικά στο εξωτερικό, εκείνος στην Ελλάδα, εγώ στην Αμερική. Θα πίστευα λοιπόν πως γνώριζε ότι, ως ξένοι, έχουμε την πολυτέλεια να επιλέγουμε τα καλύτερα στοιχεία της περιρρέουσας κουλτούρας. Κι όμως, όπως φαίνεται από το κείμενό του στο «Βήμα», από τα πολλά και καλά που διαθέτει η Ελλάδα εκείνος διάλεξε να κρατήσει την εμπάθεια. Η επίθεσή του μάλιστα εναντίον του Πέτρου Μακρή Στάικου με εντελώς ασύστατες κατηγορίες περί λογοκρισίας είναι πραγματικά θλιβερή. Εγώ αντίθετα επιλέγω να δω την απάντησή του ως αφορμή προβληματισμού σχετικά με τη μελέτη της εμφύλιας βίας.

Οπως είναι γνωστό, το στοιχείο που διαφοροποιεί τους εμφυλίους από τους υπόλοιπους πολέμους είναι ότι η βία ασκείται συχνά ανάμεσα σε ομοεθνείς και γείτονες, πράγμα που τους καθιστά αδελφοκτόνους, διάσταση που απέδωσε με ευαισθησία ο Παντελής Βούλγαρης στην ταινία «Ψυχή βαθιά». Η διάσταση αυτή ακριβώς καθιστά την εμφύλια βία ένα ιδιαίτερα δύσκολο αντικείμενο μελέτης, αφού οι περισσότεροι μελετητές το αποφεύγουν αντιδρώντας στην ιδεολογικοποίηση και εργαλειοποίησή του από τις πολιτικές παρατάξεις.

Στην περίπτωση του δικού μας Εμφυλίου, ως το 1974 έμεινε ουσιαστικά χωρίς αντίλογο η αντίληψη της τότε κυρίαρχης κουλτούρας, ότι για όλα τα δεινά του Εμφυλίου μας έφταιγε η Αριστερά. Τα πρώτα κυρίως χρόνια μετά τη λήξη του η βία μιας αποκλειστικά «ξενοκίνητης» Αριστεράς υπήρξε κεντρικό θέμα της επίσημης προπαγάνδας. Η άποψη αυτή ήταν τόσο ισχυρή ώστε η απριλιανή δικτατορία αναγκάστηκε να αναζητήσει σε αυτήν τη νομιμοποίηση που χρειαζόταν. Οπως ήταν φυσικό, το εκκρεμές αντιστράφηκε μετά το 1974 και οι ευθύνες μετατοπίστηκαν σχεδόν ολοκληρωτικά προς τη «Δεξιά», όπως βαφτίστηκε από την Αριστερά η νικήτρια παράταξη, που περιλάμβανε στην πραγματικότητα όχι μόνο τη Δεξιά αλλά και το πολιτικό Κέντρο. Καθώς η Αριστερά επένδυσε ετεροχρονισμένα στη θυματοποίησή της, τώρα η ρητορική στράφηκε αποκλειστικά στη βία της νικήτριας πλευράς, με έναν λόγο όμως που παρέμεινε, όπως και ο προηγούμενος, βαθύτατα παραταξιακός και συχνά προπαγανδιστικός. Αυτά βέβαια δεν είναι αποκλειστικά ελληνικά χαρακτηριστικά. Τα συναντούμε σε πολλές χώρες με αντίστοιχο παρελθόν. Πρώτα οι νικητές γράφουν την Ιστορία (για παράδειγμα, οι φασίστες στην Ισπανία ή οι κομμουνιστές στις Βαλτικές χώρες), για να επανέλθουν αργότερα οι ηττημένοι και να την ξαναγράψουν από την ανάποδη. Ο ικανός ερευνητής, όμως, κατέχοντας σε βάθος την εμπειρία περισσότερων χωρών από μία, έχει τη δυνατότητα να αποστασιοποιηθεί συναισθηματικά και ιδεολογικά από το παρελθόν και να το δει απαλλαγμένος από τα βαρίδια που κληροδότησαν τα πάθη της εποχής. Αυτό τον οδηγεί αναγκαστικά στον δύσκολο δρόμο της επιστημονικής έρευνας, δηλαδή της συστηματικής παρατήρησης, της επίπονης μέτρησης και της επεξεργασίας των στοιχείων καθώς αποζητά να αναδείξει τα χαρακτηριστικά της εμφύλιας σύγκρουσης με ακρίβεια και σαφήνεια.

Εναν τέτοιο δρόμο ακολουθώ κι εγώ προσπαθώντας να ερμηνεύσω βάσει στοιχείων το πώς διαπλέκονται οι πολιτικές επιλογές, οι ιδεολογικές επιταγές, οι τοπικές ή και προσωπικές έριδες, καθώς και η πανταχού παρούσα συγκυρία. Ομως ο κ. Φλάισερ και όσοι συντάσσονται με τις απόψεις του με κατηγορούν τα τελευταία χρόνια με απελπιστική μονοτονία για «πτωματομετρία», λες και αυτή είναι η μόνη διάσταση των μελετών μου. Το αυτονόητο δυστυχώς τους διαφεύγει: πως η μελέτη της εμφύλιας βίας περιλαμβάνει αναγκαστικά και την καταμέτρηση των νεκρών, στην καλύτερη δυνατή προσέγγιση που επιτρέπουν τα εκάστοτε υπάρχοντα στοιχεία. Η μελέτη του Εμφυλίου που θα αδιαφορούσε για τους αριθμούς των νεκρών θα ήταν σαν μελέτη εκλογών που αδιαφορεί για τα ποσοστά των ψήφων. Τον παράγοντα αυτόν, φυσικά, συνυπολογίζω κι εγώ στις μελέτες μου.

Ο κ. Φλάισερ όμως και κάποιοι άλλοι ενοχλούνται. Τι κι αν κορυφαίοι ακαδημαϊκοί οργανισμοί, όπως η Ευρωπαϊκή Ακαδημία Κοινωνιολογίας και η Αμερικανική Εταιρεία Πολιτικής Επιστήμης, έχουν βραβεύσει τις μελέτες αυτές, τι κι αν τα πιο έγκυρα διεθνή επιστημονικά περιοδικά τις δημοσιεύουν, τι κι αν οι συνάδελφοι από όλον τον κόσμο έχουν παραπέμψει σ΄ αυτές πάνω από χίλιες φορές; Για τον κ. Φλάισερ αυτά είναι ψιλά γράμματα! Εκτός κι αν πιστεύει ότι υπάρχει κάποια διεθνής συνωμοσία των εγκυρότερων διεθνών επιστημονικών θεσμών κατά της Μεγάλης Αλήθειας, που την κατέχει μόνο αυτός και η μικρή αθηναϊκή παρεούλα του.

Στις μελέτες μου, καθώς και πολλών άλλων σοβαρών ελλήνων και ξένων ερευνητών, εξετάζεται η βία και των δύο πλευρών, αυτή που υπάρχει σε κάθε εμφύλιο. Αντίθετα, οι ιστορικοί της περιόδου σαν τον κ. Φλάισερ, που εξακολουθούν να επιμένουν ιδεολογικά στις συζητήσεις του Εμφυλίου, συστηματικά αγνοούν ή υποβαθμίζουν τη βία της αγαπημένης τους πλευράς. Αν διαβάσει κανείς τα κείμενά τους, για τη βία της Αριστεράς υπάρχουν οι εξής εναλλακτικές: ή δεν υπήρξε ποτέ ή δεν αξίζει να ασχολείται κανείς με αυτήν γιατί εντάσσεται στη λογική τού «πόλεμος είναι και πεθαίνει κόσμος» ή ήταν περιθωριακό φαινόμενο, μια εξαίρεση που μπορεί να φορτωθεί στις πλάτες ορισμένων παρανοϊκών που ξέφυγαν από τον έλεγχο του κόμματος είτε, τέλος, ήταν αμυντική, άρα «καλά κάνανε στους φασίστες και στους δωσίλογους». Η μεγάλη ειρωνεία είναι πως, αν στα κείμενα αυτά αντικαταστήσει ο αναγνώστης το «Δεξιά» με το «Αριστερά» και το «δωσίλογοι» με το «κομμουνιστοσυμμορίτες», θα παραγάγει τέλεια δείγματα εθνικόφρονης προπαγάνδας του 1950!

Δεν μπαίνω στον κόπο να εξετάσω το υπόστρωμα αυτής της επιστημονικής παθολογίας και της αδιέξοδης εμμονής μιας παρέας στην ιδεολογική παραμόρφωση της πραγματικότητας. Αν μη τι άλλο, τα μεγάλα γεγονότα του 1989 θα έπρεπε να έχουν προβληματίσει όσους συνεχίζουν να αναπολούν με νοσταλγία «τη νικηφόρα επανάσταση που χάθηκε» πίνοντας το καφεδάκι τους στο Κολωνάκι και απολαμβάνοντας στο έπακρο τα αγαθά του καπιταλισμού. Αναστήματα της Αριστεράς του μεγέθους ενός Γρηγόρη Φαράκου ή ενός Λεωνίδα Κύρκου, άνθρωποι μπαρουτοκαπνισμένοι και βασανισμένοι, ωρίμασαν βαθιά μέσα στα χρόνια δίνοντας με τις αναγνώσεις τους του παρελθόντος μαθήματα σοφίας σε όλους μας. Αντίθετα, λιγοστοί εκ του ασφαλούς μελετητές, αντί να επωφεληθούν από τα πλεονεκτήματα που προσφέρει η χρονική απόσταση, έχουν πάθει παράκρουση με τον νέο μπαμπούλα που πρέπει να ξορκίσουν: τους «αναθεωρητές» της ιστορίας, όπως ονόμασαν τους ερευνητές, όπως εγώ, που εννοούμε να επιμένουμε στην επιστημονική μέθοδο και όχι σε βολικές, μυθολογικές αναγνώσεις.

Ξεχνούν όμως ότι οι σταλινικές πρακτικές επιβάλλονται μόνο σε σταλινικό περιβάλλον. Σήμερα, όσο και να φωνάζουν, όσο και να ασχημονούν, δεν μπορούν να αλλάξουν την πραγματικότητα: η εποχή των μονολόγων παρήλθε αμετάκλητα.

Κυριακή 26 Ιουλίου 2009

ΕΑΜ/ΕΛΑΣ-ΑΡΙΣΤΕΡΗ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ:ΜΥΘΟΣ Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ;


Η μεγάλη συζήτηση που προκάλεσε το άρθρο του Στάθη Καλυβά, καθηγητού στο Πανεπιστήμιο του Yale και οι απαντήσεις διαφωνούντων, προκάλεσαν την απάντηση του κ. Καλυβά, ο οποίος σε άρθρο του στα ΝΕΑ (08-05-2004) κατηγόρησε τους επικριτές του ότι προσπαθούν να δικαιολογήσουν γεγονότα που ούτε το ΚΚΕ δεν θέλησε να δικαιολογήσει.

Γράφει ο Στάθης Καλυβάς

H αναφορά στο EAM και στον ΕΛΑΣ προκαλεί αυτόματους συνειρμούς στον Άρη Βελουχιώτη και τους γενειοφόρους καπεταναίους που απαθανάτισε ο Σπύρος Μελετζής. Λιγότερο γνωστό είναι πως την οργανωτική ραχοκοκαλιά του EAM αποτελούσαν συχνά απρόσωποι γραφειοκράτες, σαν τον Θόδωρο Ζέγγο (ψευδώνυμο Στάθης ή Τριαντάφυλλος) και τον Δημήτρη Ανδρεαδάκη.

Ταχυδρομικός από τη Μαγνησία με θητεία στην Ακροναυπλία ο πρώτος, χρημάτισε γραμματέας της περιφερειακής επιτροπής Αργολιδοκορινθίας του KKE το 1943-1944. Από την Περαχώρα Λουτρακίου ο δεύτερος, υπήρξε δεξί χέρι του Ζέγγου με περιοχή δικαιοδοσίας την Αργολίδα. Και οι δύο πρωταγωνίστησαν στο δράμα που παίχθηκε στη Βορειοανατολική Πελοπόννησο στη διάρκεια της Κατοχής.

Μέσα σε έναν χρόνο (Σεπτέμβριος 1943 - Σεπτέμβριος 1944) και σε δύο μόνο επαρχίες (Άργος και Ναυπλία) του σημερινού Νομού Αργολίδος, όπου διεξήγαγα λεπτομερή έρευνα, φονεύθηκαν πάνω από 650 άνθρωποι (σχεδόν το 2% του συνολικού αγροτικού πληθυσμού της περιοχής). Αντίστοιχα είναι τα μεγέθη στην Κορινθία και σε ορισμένες άλλες περιοχές της Πελοποννήσου και της υπόλοιπης Ελλάδας. Η φύση της βίας στην Αργολίδα (περίπου το 55% των θυμάτων φονεύθηκαν από το EAM και το 45% από τους Γερμανούς και τα Τάγματα Ασφαλείας) πιστοποιεί την έκταση των κατοχικών συγκρούσεων που γρήγορα πήραν εμφύλιο χαρακτήρα.

Οι αριθμοί αυτοί αναφέρονται σε δολοφονίες άμαχων Ελλήνων χωρικών, οι οποίοι άλλοτε είχαν κάποια σχέση με τις αντιμαχόμενες παρατάξεις και άλλοτε όχι, αλλά δεν ήταν μαχητές. Οι νεκροί στα πεδία μαχών της ίδιας περιοχής ήταν ελάχιστοι συγκριτικά. H βία των Γερμανών μπορεί να μην προξενεί έκπληξη, αλλά πώς μπορεί να ερμηνευθεί το μέγεθος της βίας του EAM;

Θέμα ταμπού

Τα παραπάνω στοιχεία, μέρος ευρύτερης έρευνάς μου για τον Εμφύλιο, εμπεριέχονται σε πρόσφατο συλλογικό τόμο (επιμ. Μαρκ Μαζάουερ, «Μετά τον πόλεμο. Η ανασυγκρότηση της οικογενείας, του έθνους και του κράτους στην Ελλάδα, 1943-1960», Αλεξάνδρεια, 2003. Μόλις κυκλοφόρησε η αναθεωρημένη δεύτερη έκδοση χωρίς μεταφραστικά σφάλματα). Όπως είναι φυσικό, η αναφορά σε ένα θέμα ταμπού, όπως η αριστερή βία στη διάρκεια της Κατοχής, δεν θα μπορούσε να μην προκαλέσει κριτικές. Δυστυχώς όμως, αντί αυτές να συμβάλλουν στην προαγωγή ενός γόνιμου επιστημονικού διαλόγου, φαίνεται πως επιδιώκουν την προάσπιση μιας συγκεκριμένης ανάγνωσης του παρελθόντος ανεξάρτητα από τη σχέση της με την πραγματικότητα ... όταν δεν ξεφεύγουν από τα όρια της σοβαρότητας παραληρώντας περί New Age (!) και κατάργησης του Διαφωτισμού. Αναλώνονται έτσι σε προσωπικές επιθέσεις (απ' όπου δεν απουσιάζει η εύκολη ειρωνεία) αμφισβητώντας την ίδια τη βάση των γεγονότων.

Αναφέρεται, λοιπόν, πως στηρίζω τα συμπεράσματά μου για την ύπαρξη, μορφή και έκταση της αριστερής βίας σε αναξιόπιστες πηγές, δηλαδή σε προφορικές μαρτυρίες ανθρώπων που συλλέχθηκαν πενήντα χρόνια μετά τα γεγονότα, σε δικογραφίες εφετείων που δίκαζαν αριστερούς και σε «ψυχανεμίσματα» Άγγλων συνδέσμων. Αφήνοντας κατά μέρος μεθοδολογικές συζητήσεις για το πώς αξιοποιούνται οι πηγές, θα περιοριστώ σε τρεις πηγές των οποίων η αξιοπιστία δεν μπορεί να αμφισβητηθεί.

1. Πηγή πρώτη, ο διοικητής του 6ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ, ταγματάρχης Μανόλης Βαζαίος, ο οποίος στα απομνημονεύματά του αναφέρεται εκτενώς στις «υπερβασίες», όπως τις ονομάζει. Περιγράφει πως πληροφορήθηκε κάποτε πως ο Ζέγγος επρόκειτο να εκτελέσει ως αντιδραστικούς «ένα ποσοστό 5-10% των κατοίκων κάθε χωριού» της περιοχής για να εξουδετερώσει την παρουσιαζόμενη «αντίδραση». Όταν διαμαρτυρήθηκε, ο Ζέγγος του απάντησε: «Συναγωνιστή αρχηγέ, φύλαξε το κεφάλι σου και μην αναμειγνύεσαι εις αλλότρια καθήκοντα». Όπως είναι γνωστό, το KKE διέκρινε ανάμεσα σε «προδότες» (συνεργάτες των Γερμανών) και «αντιδραστικούς», όσους δηλαδή δεν ήταν (ή κατηγορούνταν πως δεν ήταν) μαζί του.

2. Πηγή δεύτερη, που δεν αφήνει αμφιβολία ως προς την έκταση και αυθαιρεσία της βίας, εσωτερική έκθεση στο Πολιτικό Γραφείο του KKE που υπέβαλε στις 15 Μαρτίου του 1946 κομματικό στέλεχος (βρίσκεται στο αρχείο του KKE, στα ΑΣΚΙ): «Άλλη υπόθεση... είναι οι εκτελέσεις της Αργολιδοκορινθίας. Ο γραμματέας της Π.E. Κορίνθου δηλώνει υπεύθυνα... ότι απ' τη μελέτη που έχει κάνει μέχρι τώρα, διαπιστώνει ότι έγιναν πάνου από 1.200 εκτελέσεις ανθρώπων, που εμείς σήμερα δεν μπορούμε με κανένα στοιχείο να δικαιολογήσουμε. Εκτελέστηκε γραμματέας K.Ο. χωριού, γιατί υποστήριζε με επιμονή πως στο χωριό του δεν έχει αντίδραση για κόψιμο, η οποία κατά τον Σέγγο έπρεπε απαραίτητα να υπάρχει σε ποσοστό 10-15% σε όλο το χωριό» (έμφαση και ορθογραφία του πρωτοτύπου). Για να γίνει κατανοητό το μέγεθος της βίας αυτής, αρκεί να σημειωθεί πως, σύμφωνα με (αριστερή) έκθεση, το σύνολο των φόνων που διαπράχθηκαν από δεξιές παρακρατικές ομάδες την περίοδο από 12-2-45 έως 31-3-1946 σε ολόκληρη την χώρα ανέρχονται σε 1.289, όσα περίπου ήταν μόνο τα θύματα του EAM στην Αργολιδοκορινθία.

Μπροστά στη γενική κατακραυγή, το KKE αναγκάστηκε τελικά, τον Οκτώβριο του 1944, να διαγράψει τον Ζέγγο. H διαγραφή αυτή ήταν για «τα μάτια του κόσμου», καθώς ο Ζέγγος φαίνεται πως επανεντάχθηκε στον κομματικό μηχανισμό με παρέμβαση του Βελουχιώτη, για να καταλήξει τελικά πολιτικός πρόσφυγας στην Πολωνία. Ο Ανδρεαδάκης εντάχθηκε στον Δημοκρατικό Στρατό και σκοτώθηκε στο «δεύτερο αντάρτικο». Το σκεπτικό της διαγραφής έχει ενδιαφέρον, καθώς αναφέρεται σε «εγκληματική διαστρέβλωση της κομματικής γραμμής... Χρησιμοποίησε [ο Ζέγγος] εναντίον πολιτών μέθοδες που δεν έχουν καμία σχέση με την κομματική ηθική και συμπεριφορά και προξένησε ζημιά στο κόμμα». Φαίνεται δηλαδή καθαρά, πως το KKE απέρριπτε, τότε, ερμηνείες της βίας αυτής ως απλό απότοκο του πολέμου («πόλεμος ήταν, έτσι γίνεται στον πόλεμο»), τις οποίες παραδόξως κάποιοι υιοθετούν σήμερα.

3. Πηγή τρίτη, που δείχνει πως δεν έχουμε να κάνουμε με μεμονωμένα τοπικά γεγονότα, άλλη μια εσωτερική έκθεση του KKE (συντάχθηκε από τον Πολύβιο Ισαριώτη και βρίσκεται επίσης στο αρχείο του KKE). Αναφέρεται, πως «η θέση "αντιδραστικοί" που έπρεπε να ξεπατωθούν», επιβλήθηκε από την κομματική ηγεσία σε ολόκληρη την Πελοπόννησο ήδη από τον Δεκέμβριο του 1943 (προτού, δηλαδή, σχηματιστούν τα Τάγματα Ασφαλείας στην περιοχή).

Στελέχη σαν τον Ζέγγο έδρασαν σε πολλές περιοχές της Ελλάδας, συνήθως με την κάλυψη και ενθάρρυνση του κόμματος. Ο Μιχάλης Ντούσιας, ΕΑΜικό στέλεχος στον Νομό Πρέβεζας, αναφέρει για παράδειγμα την περίπτωση του «Ροβεσπιέρου» (Ανδρέα Φιλίππου), στελέχους του KKE στο Ξηρόμερο Αιτωλοακαρνανίας, την πολιτεία του οποίου χαρακτηρίζει «αυθαίρετη τρομοκρατική δράση» εμφορούμενη από τη λογική ότι «όποιος δεν ήταν δικός μας, ήταν εχθρός μας». Πρόσφατες έρευνες έχουν τεκμηριώσει αντίστοιχες πρακτικές στη Μακεδονία και αλλού.


Επανάσταση, εκκαθαρίσεις και «πράσινα άλογα»

Θα μπορούσα να παραθέσω πολύ περισσότερες «αξιόπιστες» πηγές, αλλά αυτές αρκούν για να διαφανεί η ποιότητα της κριτικής περί πηγών. Σε γενικές γραμμές, οι πηγές τεκμηριώνουν μια λογική γενικών εκκαθαρίσεων που δεν μπορεί να φορτωθεί απλά στις πλάτες των Γερμανών. Άλλωστε, στη Γαλλία και την Ιταλία, οι Γερμανοί διέπραξαν αντίστοιχες θηριωδίες, εκεί όμως οι αντιστασιακές οργανώσεις δεν απάντησαν με μαζικές σφαγές αμάχων. Αντίθετα, ένα ερμηνευτικό στοιχείο (ανάμεσα σε άλλα) που δεν μπορεί να αγνοηθεί, είναι οι στόχοι του KKE, ενός κόμματος με λενινιστική παράδοση και σταλινική πρακτική. Όπως έλεγε χαρακτηριστικά ο εκ των τότε ηγετών του Γιάννης Ιωαννίδης, αναφερόμενος στους «αντιδραστικούς» των πόλεων, «εμείς θα τους εξουδετερώναμε, γιατί κάναμε επανάσταση και η επανάσταση δεν ξέρει άλλα. Τα άλλα είναι πράσινα άλογα».

Νοσηρή νοοτροπία

Δεν υπάρχει, λοιπόν, καμία αμφιβολία για το μέγεθος και τη λογική της αριστερής βίας (χωρίς αυτό να σημαίνει, βέβαια, πως πήρε την ίδια έκταση και μορφή σε κάθε περιοχή. Κάτι τέτοιο δεν ισχύει). Είναι θλιβερό (και ενδεικτικό μιας πραγματικά νοσηρής νοοτροπίας), πως εξήντα χρόνια μετά τα γεγονότα αυτά έχουμε φθάσει να αμφισβητούμε, να δικαιολογούμε ή ακόμα και να υπερασπιζόμαστε πράγματα και καταστάσεις που ακόμα και το KKE του 1945 χαρακτήριζε «εγκληματική διαστρέβλωση της κομματικής γραμμής» και δεχόταν πως «δεν μπορούμε με κανένα στοιχείο να δικαιολογήσουμε». Μια τέτοια στάση είναι ίσως κατανοητή για κάποιους βετεράνους του Εμφυλίου, αλλά αποτελεί σοβαρότατο ολίσθημα για επαγγελματίες ιστορικούς. H ανάδειξη (και ψύχραιμη συζήτηση) των γεγονότων αυτών είναι αναγκαία για την προαγωγή της ιστορικής έρευνας, αλλά και για έναν επιπλέον λόγο: η αποσιώπηση και απόκρυψή τους θα επέτρεπε την άδικη συγχώνευση εκείνων που εγκλημάτησαν (υπενθυμίζω: όρος του KKE της εποχής) στο όνομα της «επανάστασης» με την πλειονότητα των μελών του EAM και του ΕΛΑΣ που εμφορούνταν από πατριωτικά αισθήματα και των οποίων η στάση υπήρξε άμεμπτη.