Είναι αναμφισβήτητο γεγονός πια, ότι σε όλο το δυτικό κόσμο η μεγάλη μάζα των διανοουμένων είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό εξαρτημένη από το κεφάλαιο ή από την εξουσία. Οι μηχανισμοί είναι γνωστότατο. Η εύνοια, η συμμετοχή σε " ερευνητικά προγράμματα " που συνδέονται με την παραγωγή, η παροχή υπηρεσιών με την τυπική ιδιότητα του συμβούλου, του τεχνοκράτη, του εμπειρογνώμονα ή ακόμα και του «γκουρού», κατέστησαν την διανόηση «επάγγελμα»...».

Κ
. Τσουκαλάς

« It is now an undeniable fact that throughout the western world the intellectuals are strongly dependent on the capital and the «power». The mechanisms are well known. These are the favouritism, the participation in «research projects» associated with the production, the status of consultant, the technocrat, the expert, or even the «gurus».All these have made the intellectuals a professional cast of people in the service of political, economical and social elites.

C. Tsoukalas

11 ΜΑΡΤΙΟΥ 2010

Τι περιμένουνουμε στην αγορά συναθροισμένοι;
Είναι οι βάρβαροι να φθάσουν σήμερα.
Γιατί μέσα στην σύγκλητο μια τέτοια απραξία;
Τι καθοντ’ οι συγκλητικοί και δεν νομοθετούνε;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα!

Τι νόμους πια θα κάμουν οι συγκλητικοί;
Οι βάρβαροι σαν έλθουν θα νομοθετήσουν!

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2009

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΡΩΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΝΕΟΤΟΥΡΚΩΝ ΣΤΗΝ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ (1)




Το 1908, τέσσερα σχεδόν χρόνια πριν την έναρξη των Βαλκανικών πολέμων, τρία σημαντικά περιστατικά επηρέασαν την μελλοντική εξέλιξη των γεγονότων, που αργότερα θα οδηγούσαν στην «Ελλάδα των πέντε θαλασσών και των δύο ηπείρων».

Η επανάσταση του κομιτάτου «Ένωση και Πρόοδος» στην Τουρκία, γνωστή σαν «Επανάσταση των Νεοτούρκων», η ανακήρυξη της Βουλγαρίας σε ανεξάρτητο βασίλειο με την συνδρομή της Ρωσίας, η ταυτόχρονη προσάρτηση της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης από την Αυστρία και η πανηγυρική διακήρυξη της Κρήτης ότι ενώνεται με την Ελλάδα με την ταυτόχρονη κατάργηση του καθεστώτος της Αρμοστείας και την πρόσκληση προς τον Βασιλέα Γεώργιο τον Α΄ να επεκτείνει την κυριαρχία του Ελληνικού Βασιλείου στην Νήσο.





Στις 12 Ιουλίου του 1908 οι Αθηναϊκές Εφημερίδες με πηχυαίους τίτλους και σε έκτακτες εκδόσεις δημοσίευσαν την πλέον απίστευτη είδηση: Επανάσταση στην Τουρκία με κύριο αίτημα την παραχώρηση «συνταγματικών ελευθεριών». Ο Τουρκικός λαός υπήρξε πολεμικός λαός, με πολέμους έζησε και ανδρώθηκε, με πολέμους εισήλθε στην Ευρώπη και η συνεισφορά του σε αυτή δεν ήταν παρά αυτή του «στρατοπέδου». Πως ήταν λοιπόν δυνατόν ένας πρωτόγονος λαός ζυμωμένος με την απολυταρχία να ζητά «μεταρρυθμίσεις»; Η Τουρκία δεν μπόρεσε ποτέ να αποκαταστήσει την εσωτερική της ενότητα. Δεν είχε πολιτισμό για να ενσωματώσει την πανσπερμία των λαών και η θρησκεία της και τα ήθη της ήσαν αξεπέραστο εμπόδιο για να επιτύχει την εθνική της ώσμωση. Άλλος τρόπος δεν υπήρχε για να διατηρεί την ενότητα, από την ωμή βία, γεγονός που είχε εξαναγκάσει την Ευρωπαϊκή διπλωματία, κάτω από την πίεση της κοινής γνώμης, να απαιτήσει στο συνέδριο του Βερολίνου «συνταγματικές μεταρρυθμίσεις» από την Τουρκία, που ο Σουλτάνος επιδεικτικά αγνόησε. Η κατάσταση σήψης και αποσύνθεσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, είχε σχεδόν ολοκληρώσει τις εθνικές διεκδικήσεις των λαών της Βαλκανικής, με την δημιουργία ανεξαρτήτων η ημιαυτόνομων κρατών στην Βαλκανική. Η επικείμενη κατάρρευση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας προκαλούσε ερωτηματικά σχετικά με την τύχη της Μακεδονίας, όπου ήδη από το 1860 τα Βουλγαρικά κομιτάτα είχαν επιδοθεί σε όργιο σφαγών και διωγμών του Ελληνικού στοιχείου στην Μακεδονία, συνεπικουρούμενοι από τις Σερβικές και Ρουμανικές διεκδικήσεις. Η επανάσταση των Νεοτούρκων ουσιαστικά δεν είχε κανένα φανερό εχθρό ούτε στόχο [1]. Ο σκοπός της ήταν, όπως σωστά διέγνωσε ο Ελευθέριος Βενιζέλος, η αποτροπή της αποσύνθεσης της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και η διατήρηση της Μακεδονίας εντός αυτής. Ο εχθρός της επανάστασης των Νεοτούρκων ήσαν οι λαοί της Αυτοκρατορίας και σκοπός της η εξόντωση των χριστιανικών πληθυσμών με την προσφιλή σε αυτούς μέθοδο της γενοκτονίας.

Την εποχή αυτή η κατάσταση στην Μακεδονία ήταν αρκετά πολύπλοκη. Ήδη από τον 18 αιώνα η αιχμή του δόρατος της πολιτικής της Ρωσίας στην Νοτιοανατολική Ευρώπη ήταν η κάθοδος στην Μεσόγειο και η διέξοδος στο Αιγαίο. Τα Ορλοφικά και η συνεχής παρακίνηση των υποδούλων Ελλήνων σε επαναστατικές ενέργειες, (με τις επακόλουθες σφαγές),αντικατόπτριζαν την Ρωσική πολιτική που θεωρούσε όχι μόνο τους Τούρκους ως εμπόδιο στα σχέδια τους, αλλά και τους Έλληνες, αφού αυτοί ήσαν οι φυσικοί κληρονόμοι της «Δεύτερης Ρώμης», δηλαδή της Κωνσταντινούπολης και του Πατριαρχείου.


Από το 1845 συγκροτήθηκε, για την πραγματοποίηση του σκοπού αυτού στην Μόσχα το «Πανσλαυϊκό Κομιτάτο», υπό την προεδρία του πρύτανη του πανεπιστημίου Μασέτιεφ. Το κομιτάτο αυτό είχε δύο στόχους. Στο εσωτερικό της Ρωσίας επεδίωκε την σφυρηλάτηση της πανσλαυϊκής ιδέας, ενώ στο εξωτερικό στόχος του ήταν να προπαγανδίσει την πεποίθηση ότι η Μακεδονία και η Θράκη ήσαν χώρες Σλαυϊκές. Η δημιουργία σλαυϊκής συνείδησης ένθεν του όρους Αίμου θα δημιουργούσε τις κατάλληλες συνθήκες για την επιθυμητή κάθοδο.

Τα άφθονα χρήματα που διέθεσαν οι Ρωσικές κυβερνήσεις για τον σκοπό αυτό, επέτρεψαν να κυκλοφορούν εθνογραφικοί χάρτες ακόμα και από τους Γερμανικούς οίκους του Κίτερν και Πάτερμαν που παρουσίαζαν την Μακεδονία ως Σλαυική χώρα, τους οποίους εξαγόραζε και η Ελλάδα για τα σχολεία του Κράτους! (Διαχρονικά η χώρα αυτή ήταν αστεία!). Με την αποστολή πανστρατιάς πρακτόρων στην Βουλγαρία κατάφεραν να δημιουργήσουν εκκλησιαστικό σχίσμα που απέσπασε τους Βουλγαρόφωνους από το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης ενώ με την χορήγηση εκατοντάδων υποτροφιών για σπουδές στην Μόσχα, κατάφερε να υποδαυλίσει στην Μακεδονία τον φυλετικό ανταγωνισμό. Στην αρχή, ο ανταγωνισμός ήταν ειρηνικός. Συγκρότησαν στην Πετρούπολη ένα καινούργιο κομιτάτο με το όνομα «Αγαθοεργός Εταιρία», όπου με Ρωσικά χρήματα κατάφεραν να δημιουργήσουν πανστρατιά ιερωμένων και δασκάλων οι οποίοι αποσπούσαν τους σλαβόφωνους πληθυσμούς από το Πατριαρχείο, εκμεταλλευόμενοι τις αιώνιες έριδες των Ελλήνων. Παρά τα τραγικά λάθη του Πατριαρχικού κλήρου, η προσπάθεια δεν είχε μεγάλη επιτυχία. Έτσι το Ρωσικό Κομιτάτο άφησε τα ειρηνικά μέσα και άρχισε την τρομοκρατία. Ο ένας μετά τον άλλον άρχισαν να πέφτουν κάτω από το σλαυϊκό μαχαίρι οι πρόκριτο, όπως οι των των Σερρών, Κονκοβήρης, Καστορχίδης, και Καστάνης. Η ήττα της Ελλάδος στον πόλεμο του 1897, η διαφθορά και ανικανότητα των Ελλήνων πολιτικών κι ο γραικυλισμός, επιδείνωσαν την κατάσταση. Ένα μετά το άλλο ξεφυτρώνουν τα σλαυϊκά Κομιτάτα στην Ρωσία, Βουλγαρία και Σερβία και επικεφαλής του «Μακεδονικού Κομιτάτου» στην Σόφια μπαίνει ο ίδιος ο Τσάρος Φερδινάνδος. Ανά δύο αποστέλλονται και εισέρχονται οι δολοφόνοι των Κομιτάτων την Μακεδονία για να δολοφονήσουν τους πλέον επιφανείς των Ελλήνων. Σαράντα επτά ’Έλληνες δολοφονούνται μέσα σε τρία χρόνια, και την ίδια στιγμή ρίχνεται από τα σλαυϊκά κομιτάτα το σύνθημα «Η Μακεδονία στους Μακεδόνες». Τα Ρωσικά χρήματα προπαγανδίζουν το σύνθημα στην Ευρώπη, όπου ο Ευρωπαϊκός τύπος παρουσιάζει τον σφαζόμενο μαζικά Ελληνισμό σαν «αντιδραστικούς» για την «λευτεριά» της Μακεδονίας και οι σφαγείς σαν ήρωες και ελευθερωτές. Ταυτόχρονα στην Σόφια η οργάνωση των κομιτάτων παίρνει κρατικό και επίσημο χαρακτήρα. Οργανώνονται ομάδες κομιτατζήδων υπό τον Μιχαιλόφσκι, τον συνταγματάρχη Γιάγκοφ και τον στρατηγό Ζόφτσεφ, οι οποίες πλημμυρίζουν την Μακεδονία. Ο Ελληνισμός σφάζεται χωρίς έλεος. Χωριά ολόκληρα ξεκληρίζονται και οι επιζώντες αλλόφρονες φεύγουν είτε για το «Ελληνικό», είτε για την Ευρώπη και την Αμερική. Η Τουρκική διοίκηση επεμβαίνει και συλλαμβάνει πολλούς κομιτατζήδες. Αλλά η επέμβαση του Τσάρου της Ρωσίας ανάγκασε τον Σουλτάνο να τους δώσει αμνηστία για να ξαναρχίσουν τα ίδια και χειρότερα. Η κατάσταση αυτή επέβαλε την επέμβαση των μεγάλων δυνάμεων στην Μακεδονία (Συνδιάσκεψη της Μυστέργης),όπου επιδιώχτηκε να ελεγχθεί η κατάσταση μέσω της παρουσίας Ευρωπαϊκών στρατιωτικών αποστολών. Η παρουσία των ξένων δυνάμεων δεν εμπόδισε την συστηματική σφαγή των Ελλήνων μέχρι το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων. Στα 1902 δολοφονούνται 187 Έλληνες προεστοί, στα 1903 δολοφονούνται 284 Έλληνες και στα 1904 ο αριθμός των δολοφονημένων ανήλθε σε 365. Ταυτόχρονα με τις συνεχείς επεμβάσεις και διαβήματα της Μόσχας στην Υψηλή Πύλη, τα Ελληνικά ανταρτικά σώματα καταδιώκονται ανελέητά από τον Τουρκικό στρατό στην Μακεδονία, ενώ οι Βούλγαροι κομιτατζήδες αντιμετωπίζονται ευνοϊκά, και δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις όπου ενεργούν κοινές επιχειρήσεις εναντίον των Ελληνικών ανταρτικών σωμάτων.


Αμέσως μετά την ίδρυση του το «Πανσλαυϊκό Κομιτάτο» της Μόσχας, στέλνει στην Έδεσσα τον Ρώσο καθηγητή της σλαυϊκής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο του Καζάν Victor Grigorovich (1815-1876).ο οποίος με ιεραποστολικό ζήλο αγωνίζεται στην δυτική Μακεδονία να αφυπνίσει την Σλαυϊκή εθνική συνείδηση στους σλαβόφωνους Πατριαρχικούς πληθυσμούς κι προπαγανδίζει την ίδρυση βουλγαρικών σχολείων και εκκλησιών, την εισαγωγή της βουλγαρικής γλώσσας στην λειτουργία, και στην δημιουργία ανεξαρτήτου βουλγαρικού κράτους. Ο Grigorovich κατορθώνει μεταστρέψει τους εξελληνισμένους αδελφούς Μιλαδίνωφ σε φανατικούς οπαδούς του πανσλαυισμού στην Μακεδονία. Οι εξαγγελίες τους για την απελευθέρωση όλων των σλαβόφωνων πληθυσμών υπό την εποπτεία της Ρωσίας, είχε μεγάλη απήχηση στις σλαβόφωνες μάζες. Η ακατάπαυστη δραστηριότητα του ως προς την διάδοση της Βουλγαρικής γλώσσας, η ίδρυση σχολείων και εκκλησιών στην Αχρίδα, στο Μοναστήρι την Έδεσσα και το Κιλκίς, με την παράλληλη εκτόπιση της Ελληνικής απετέλεσαν κατά την δεκαετία 1850-1860 τον ουσιαστικότερο παράγοντα για την εδραίωση της βουλγαρικής κίνησης.

Στην διάσκεψη της Κωνσταντινούπολης τον Δεκέμβριο του 1876, (είχε προηγηθεί το 1885 η προσάρτηση της Ανατολικής Ρωμυλίας στην Βουλγαρία μετά από Ρωσική απαίτηση και ενθάρρυνση), η διεθνής διπλωματία ασχολήθηκε για πρώτη φορά με το πολιτικό καθεστώς της Μακεδονίας. Αρχιτέκτονας του σχεδίου ήταν ο Ρώσος πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη Ignantiev.

Το Ρωσικό σχέδιο προέβλεπε την δημιουργία της «Μεγάλης Βουλγαρίας» εχούσης σύνορα με την Ελλάδα κάτω από τον Όλυμπο.

Πολύτιμοι αρωγοί στην εξάπλωση του πανσλαυϊσμού κατά την διάρκεια του τελευταίου τετάρτου του 19 ου αιώνα στάθηκαν οι Ρώσοι πρόξενοι στην Θεσσαλονίκη Hitrov και Giastebov, οι οποίοι είχαν αναλάβει σημαντική δραστηριότητα, υποθάλποντες και υποκινώντας δυναμικές ενέργειες των εξαρχικών και ορισμένων Βουλγάρων σε διάφορες περιοχές της Μακεδονίας, όπως στην Στρωμνίτσα, στο Μονοσπίτοβο, και στον Περλεπέ στα 1886 [2].Οι Ρώσοι πρόξενοι και διπλωματικοί εκπρόσωποι στην Μακεδονία είχαν αρχίσει από το 1880 να στρατολογούν εξαρχικούς νέους, να τους προορίζουν για φοίτηση σε Ρωσικές στρατιωτικές σχολές και σε παιδαγωγικά και εκπαιδευτικά ιδρύματα με σκοπό να επιστρέψουν αργότερα στις πατρίδες τους σαν κήρυκες του πανσλαυϊσμού. Ο Giastebov έπαιρνε σημαντικά ποσά από το Ρωσικό Υπουργείο των Εξωτερικών και τα διέθετε για την ίδρυση βουλγαρικών σχολείων στην Μακεδονία, για την κάλυψη των εκπαιδευτικών αναγκών, για την χρηματοδότηση των Βουλγάρων κομιτατζήδων, για την διάδοση της πανσλαυϊκής ιδέας, για την εξαγορά και δωροδοκία των Τουρκικών αρχών κι του τύπου. Επίσης χρηματοδότησε την Ρωσική προπαγάνδα μέσω της εκροής ποταμού χρήματος στα Ρωσικά μοναστήρια του Αγίου Όρους και την καταπολέμηση του «γραικομανισμού», δηλαδή της προσήλωση στον Ελληνισμό. Το 1887 ο Giastebov πήρε από το Ρωσικό Υπουργείο Εξωτερικών 10000 λίρες στερλίνες και 4000 από του Υπουργείο Στρατιωτικών για την οργάνωση Ρωσικού κατασκοπευτικού δικτύου στην Μακεδονία. Επίσης διαχειριζόταν κατά το δοκούν πλήθος μυστικών κονδυλίων από εράνους για την ιδέα του πανσλαυϊσμού.

Τον Ιούνιο του 1887 συναντήθηκε στο Αγ. Όρος με τον άλλοτε πατριάρχη Ιωακείμ τον Γ΄, τον οποίον προσπάθησε να μεταπείσει για έναν συμβιβασμό με την εξαρχία. Ανάλογες επίσημες Ρωσικές προτάσεις είχαν γίνει στον Ιωακείμ Γ΄ από το 1883, οι οποίες δεν καρποφόρησαν.

[1] Κ. Βακαλόπουλος, «Το Μακεδονικό Ζήτημα», Εκδ. Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 1993.

[2] Σ. Μελάς, «Οι Πόλεμοι 1912-1913», Εκδόσεις Μπίρης, Αθήναι 1958.

Τετάρτη 29 Ιουλίου 2009

ΤΑ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ ΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ

O Κλαύδιος Πτολεμαίος έζησε στην Αλεξάνδρεια τον 2ον μ.χ. αιώνα και συγκαταλέγεται μεταξύ των μεγαλυτέρων αστρονόμων όλων των εποχών. Ένα από τα βιβλία του που έφτασαν μέχρι την εποχή μας είναι και τα «ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ», ένθα ορίζονται επακριβώς τα όρια της Αρχαίας Μακεδονίας. Η «Κάτω Μακεδονία» καταλαμβάνει τον χωρο νοτίως της «άνω Μακεδονίας» μέχρι τον Σπερχειό ποταμό, συμπεριλαμβάνει έτσι το γεωγραφικό όριο όλης της σημερινής Κεντρικής και Βορείου Ελλάδος.

Η σημερινή Δυτική Μακεδονία, χώρα που ορίζεται από μικρούς και μεγάλους ορεινούς όγκους και διατρέχεται από τον ποταμό Αλιάκμονα, ανήκει στην Άνω -ορεινή- Μακεδονία των αρχαίων, η οποία εκτεινόταν πέρα από τα σημερινά ελληνικά σύνορα και περιελάμβανε τον ποταμό Εριγώνα, τις λίμνες Αχρίδα και Πρέσπες και τις περιοχές μέχρι τα όρη Dautika, Babuna, Dren στα βόρεια. Κατά τη διάρκεια της δεύτερης χιλιετίας π.Χ. υπήρξε σταθμός της πορείας του "πολυπλάνητου" έθνους των βορειοδυτικών ελληνικών φύλων, στα οποία ανήκαν οι Μακεδόνες και οι Δωριείς (Ηρόδοτος 1.56, 8.137-139, Θουκυδίδης 2.99). Ένας κλάδος τους, οι Αργεάδες Μακεδόνες, στους οποίους βασίλευαν οι Τημενίδες, απόγονοι του Τημένου γιου του Ηρακλή, μετά από διαδοχικές μετακινήσεις εγκαταστάθηκαν στην περιοχή του Ολύμπου. Στις αρχές του 7ου π.Χ. αι., με πρώτο γνωστό βασιλιά τον Περδίκκα, ίδρυσαν το κράτος των Αιγών. Από τις Αιγές, που σύμφωνα με μεταγενέστερη παράδοση ιδρύθηκαν από τον Αργείο Κάρανο τον 8ο π.Χ. αι., και αργότερα την Πέλλα, γύρω στο 400 π.Χ., συνέχισαν την επεκτατική τους δράση για πολλούς αιώνες.

Η Άνω Μακεδονία μνημονεύεται για πρώτη φορά στον Ηρόδοτο και συγκεκρι¬μένα σε δύο χωρία. Στο πρώτο (7.173.4) περιγράφει την εισβολή των στρατευμάτων του Ξέρξη στη Θεσσαλία: "ώς έπύθοντο καί άλλην έοΰσαν έσβολήν ές Θεσσαλούς κατά τήν 'Άνω Μακεδονίην διά Περραιβών κατά Γόννον πόλιν, τή περ δή καί έσέβαλε ή στρατιή ή Ξέρξεω". Στο δεύτερο (8.137-139) αφηγείται την περιπέτεια του ιδρυτή του βασιλείου των Αιγών και απογόνου του Ηρακλή, Περδίκκα, ο οποίος, μαζί με τους αδερφούς του Γαυάνη και Αέροπο, "έξ 'Άργεος έ'φυγον ές Ιλλυριούς (...) έκ δέ Ιλλυριών ύπερβαλόντες ές τήν Άνω Μακεδονίην άπίκοντο ές Λεβαίην πόλιν". Σαφέστερο διαχωρισμό μεταξύ άνω και κάτω Μακεδονίας συ¬ναντάμε στον Θουκυδίδη κατά την εξιστόρηση των συγκρούσεων των Αθηναίων και Λακεδαιμονίων στον βορειοελλαδικό χώρο, στη διάρκεια του λεγόμενου Πελοποννησιακού Πολέμου (2.99.1): "ξυνηθροίζοντο ούν έν τη Δοβήρω καί παρε-σκευάζοντο, όπως κατά κορυφήν έσβαλοΰσιν ές τήν Κάτω Μακεδονίαν, ής ό Περδίκκας ήρχεν. των γάρ Μακεδόνων είσί καί Λυγκησταί καί Έλιμιώται καί άλλα έθνη έπάνωθεν, ά ξύμμαχα μέν έστι τούτοις καί ύπήκοα, βασιλείας δ' έ'χει καθ' αυτά. τήν δέ παρά θάλασσαν νΰν Μακεδονίαν Αλέξανδρος ό Περδίκκου πατήρ και οί πρόγονοι αύτοϋ, Τημενίδαι τό άρχαΐον όντες έξ 'Άργους...". Και στα επόμενα δύο χωρία (1.59 και 2.100) ο διαχωρισμός είναι εξίσου σαφής: "καί καταστάντες <οί Άθηναΐοι> έπολέμουν μετά Φιλίππου και των Δέρδου αδελφών άνωθεν στρατιά εσεβληκότων", "ΟΊ δε Μακεδόνες πεζώ μεν ουδέ διενοοϋντο άμυνασθαι ίππους δέ προσμεταπεμψάμενοι άπό των άνω συμμάχων... ολίγοι πρός πολλούς έσέβα-λον ες τό στράτευμα των Θρακών".

Ο Στράβων (7, C326) κατονομάζει τέσσερις περιοχές που ανήκαν στην Άνω Μακεδονία, στην οποία, οι Ρωμαίοι διατήρησαν καθεστώς "ελευθερίας" και αυ¬τονομίας: "καί δή καί τά περί Λυγκον καί Πελαγονίαν και Όρεστιάδα καί Έλίμειαν την 'Άνω Μακεδονίαν έκάλουν, οι δέ ύστερον καί έλευθέραν". Ο ίδιος (7, από-σπ.12), αναφερόμενος σε ποταμούς ως φυσικά γεωγραφικά όρια μεταξύ Θεσσαλίας, Ηπείρου και Μακεδονίας, τη συνδέει με τον Αλιάκμονα: «ότι Πηνειός ορίζει την Κάτω καί πρός τη θαλάττη Μακεδονίαν άπό Θετταλίας καί Μαγνησίας, Άλιάκμων δέ την 'Άνω Μακεδονίαν».

Ο Λίβιος (45.29.9 και 45.30.6) αναφερόμενος στη διαίρεση της Μακεδονίας σε τέσσερις "μερίδες" μετά την ήττα του Περσέα στην Πύδνα το 168 π.Χ. από τους Ρωμαίους υπό τον Αιμίλιο Παύλο, ορίζει ως τέταρτη μερίδα την Άνω Μακεδο¬νία "trans montem Boram", με έδρα την Πελαγονία και σύνορα την Ιλλυρία και την Ήπειρο. Αναφέρει σ' αυτήν, ως κατοίκους, τους Εορδούς, Λυγκηστές, Πελαγόνες και προσθέτει, ως περιοχές, την Ατιντανία, την Τυμφαία και την Ελιμιώτιδα. Από τη σύγχρονη ιστορική έρευνα εντάσσονται σ' αυτήν η Ελιμιώτις με την Τυμφαία, η Λυγκηστίς, η Ορεστίς, η Πελαγονία με τη Δερρίοπο, η Εορδαία, η Ατιντανία και η Δασσαρήτις. Ομοφωνία μελετητών υπάρχει για τις περισσότερες περιοχές, ενώ οι ανένταχτες περιοχές στα δυτικά-βορειοδυτικά, κυρίως, της Άνω Μακεδονίας και γύρω από την Αχρίδα μπορούν να συμπεριληφθούν στα "άλλα έθνη πάνωθεν" του Θουκυδίδη (2.99), αν ήταν μακεδόνικες και όχι ηπειρωτικές. Οπωσδήποτε, τμήμα της θεωρούμενης Δασσαρήτιδας, όπως και της Ατιντανίας, ανήκε στην Ήπειρο, ενώ η περιοχή γύρω από τη Λυχνίτιδα-Αχρίδα μπορεί να ενταχθεί στην Άνω Μακεδονία. Για τα νέα αυτά όρια της Άνω Μακεδονίας, τα οποία αποτυπώθηκαν πάνω σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού), στηρίχθηκα αφενός στην ιστορική έρευνα, παλαιότερη και νεότερη, και αφετέρου στα πορίσματα της νεότερης αρχαιολογικής-ανασκαφικής έρευνας, η οποία έδωσε νέα διάσταση στην πολιτισμική φυσιογνωμία της Μακεδονίας.

Είναι γνωστό, λοιπόν, ότι η Άνω Μακεδονία αποτέλεσε την αφετηρία, το ορμητήριο των βορειοδυτικών ελληνικών φύλων, τα οποία στο βόρειο χώρο ονομάστηκαν μακεδόνικα και στο νότιο δωρικά, κατά τον Ηρόδοτο. Σύμφωνα με τον Ησίοδο (8ος αι. π.Χ.) ο Μακεδών ήταν αδελφός του Μάγνητα, γιοί και οι δυο του Δία και της Θυίας, κόρης του Δευκαλίωνα και αδελφής του Έλληνα. Κατά τον Ελλάνικο, συγγραφέα του 5ου π.Χ. αι., ο Μακεδών ήταν γιος του Αιόλου και εγγονός του Έλληνα. Η σημασία των αρχαίων αυτών πηγών, που δεν εξαντλούνται στις παραπάνω, έγκειται στο ότι μας δείχνουν με ποιον τρόπο οι νότιοι Έλληνες αντιλαμβάνονταν, ήδη από τα ομηρικά χρόνια, την ενότητα του ελληνικού έθνους, στο οποίο ανήκαν και οι Μακεδόνες -ας μη ξεχνάμε άλλωστε ότι οι θεοί κατοικούσαν στον Όλυμπο.

Η Άνω Μακεδονία με τα βασίλεια της Ελίμειας, Ορεστίδας, Εορδαίας, Λυγκηστίδας και Πελαγονίας, δεν είχε αποδυναμωθεί και απομονωθεί πολιτισμικά και κοινωνικά, όπως δυστυχώς αρχικά, από έλλειψη αρχαιολογικών-ιστορικών δεδομένων, είχε γραφεί. Αυτό αποδεικνύεται από την υψηλή χρονολόγηση, τον πλούτο, την ποιότητα και το χαρακτήρα των αρχαιολογικών ευρημάτων, μετά τη συστηματική έρευνα στην Αιανή και αλλού, που επέβαλε την επανεξέταση, κάτω από νέο πρίσμα, παλαιότερων αρχαιολογικών ευρημάτων.

Η αποκάλυψη στην Αιανή οικοδομημάτων και μνημειακών τάφων με ανάλογα κινητά ευρήματα, που δηλώνουν αυτόματα ενιαίο ελληνικό πολιτισμό και χρονολογούνται στα αρχαϊκά και κλασικά χρόνια, οδηγεί αναγκαστικά στη διαπίστωση ότι υπήρχαν οργανωμένες πόλεις με λαμπρή αρχιτεκτονική πολύ πριν από την ενοποίηση όλης της Μακεδονίας από τον Φίλιππο Β' (359-336 π.Χ.), στον οποίο οι ιστορικοί απέδιδαν την ίδρυση των πρώτων πόλεων- αστικών κέντρων στην Άνω Μακεδονία. Παράλληλα, η αποκάλυψη αρχαϊκών και κλασικών επιγρα¬φών, από τις πρωιμότερες του μακεδόνικου χώρου, αποτελούν απτά τεκμήρια της εθνικής ταυτότητας των Μακεδόνων. Κατά τρόπο λογικό και αναγκαίο συμπεραίνουμε ότι, παράλληλα με τους Αργεάδες Μακεδόνες της Κάτω Μακεδονίας, τα "έπάνωθεν", κατά το Θουκυδίδη, ελληνικά βασίλεια της Άνω Μακεδονίας, χαρακτηρίζει τον 6ο και 5ο π.Χ. αι. υψηλό βιοτικό και πολιτιστικό επίπεδο.

Οι σύγχρονοι νομοί Καστοριάς, Φλώρινας, Κοζάνης και Γρεβενών ανήκαν στην Άνω Μακεδονία, σύμφωνα με το διαχωρισμό της Μακεδονίας από τους αρχαίους συγγραφείς σε ορεινή - Άνω- και πεδινή -Κάτω. Η Άνω Μακεδονία, λοιπόν, απαρτιζόταν από ιδιαίτερα βασίλεια που αποτελούσαν συγγενικές φυλετικές ομάδες - έθνη με κοινωνικό και πολιτικό σύστημα, το οποίο βασιζόταν κατά τους πρώτους αιώνες της εμφάνισης τους στις αρχές του αγροτοποιμενικού βίου. Μέσα στα γεωγραφικά όρια των παραπάνω νομών κατοικούσαν οι Ορέστες, Λυγκηστές, Εορδοί, Τυμφαίοι, Ελιμιώτες, οι οποίοι μέχρι την ύστερη αρχαιότητα, παρόλη την ενοποίηση του μακεδόνικου βασιλείου, την ανάπτυξη των πόλεων ως διοικητικών κέντρων και τη ρωμαϊκή κατάκτηση, διατήρησαν τη φυλετική τους οργάνωση, όπως φαίνεται και από τις αναφορές του εθνικού της περιοχής στον αυτοπροσδιορισμό των κατοίκων τους π.χ. Μακεδών Ελιμιώτης, Εορδαίας κτλ. Η οριστική ενοποίηση επιτεύχθηκε χάρη στην πολιτική και στρατιωτική ιδιοφυία του Φιλίππου Β', ο οποίος με συνεχείς νίκες και άριστες διπλωματικές μεθόδους πέτυχε την ενσωμάτωση των εθνών της Άνω Μακεδονίας, την κατάταξη των ευγενών στην τάξη των εταίρων, και συνεπώς την εξασθένηση και κατάργηση των ηγεμονικών οίκων. Η προσάρτηση της Ελίμειας, όπως και των άλλων «έπάνωθεν» περιοχών, πραγματοποιήθηκε μάλλον ειρηνικά και εδραιώθηκε μετά την επιτυχή απώθηση και συντριβή των Ιλλυριών τόσο από τον Φίλιππο (358 π.Χ.) όσο και τον στρατηγό του Παρμενίωνα (356 π.Χ.), ο οποίος, όπως και πολλοί άλλοι στρατηγοί, καταγόταν από την Άνω Μακεδονία και συγκεκριμένα από την Πελαγονία, βορείως του Εριγώνα, σημερινού Cerna.

Είναι βέβαιο ότι η συμβολή των "έπάνωθεν" στη νικηφόρα εκστρατεία ως τις Ινδίες, που έγινε με τη συμμετοχή όλων των Ελλήνων "πλήν Λακεδαιμονίων", υπήρξε καθοριστική. Από τις έξι ταξιαρχίες του Μ. Αλεξάνδρου στα 330 π.Χ. τρεις προέρχονταν από την Άνω Μακεδονία, δηλαδή την Ελίμεια, την Ορεστίδα μαζί με τη Λυγκηστίδα και την Τυμφαία (Διόδωρος 17. 57. 2). Επιπλέον διοικούνταν γιο πολλά χρόνια από ταξίαρχους (ο Κοίνος Πολεμοκράτους, Ελιμιώτης, ο Περδίκκας Ορόντου από την Ορεστίδα και ο Αμύντας Ανδρομένους και Πολυπέρχων Σιμμία αργότερα από την Τυμφαία), μέλη των βασιλικών οίκων της Άνω Μακεδονίας. Επιπλέον ταξίαρχοι, όπως ο Κρατερός και άλλοι, διοικούσαν ταξιαρχίες που προέρχονταν από άλλες περιοχές. Για τις τρεις μόνον από τις έξι ταξιαρχίες χρησιμοποιείται ο όρος άσθέταιροί. Το όνομα δόθηκε από τον Μ. Αλέξανδρο και συνδεόταν με ένα είδος πολεμικών τιμών για εξαιρετικές υπηρεσίες και αφορούσε τους Μακεδόνες από την Άνω Μακεδονία, οι οποίοι ξεχώριζαν για τις ικανότητες τους σε σκληρές δοκιμασίες. Κατά το 2ο π.Χ. αι., και συγκεκριμένα μετά την ήττα του Περσέα στην Πύδνα το 168 π.Χ., σύμφωνα με το διακανονισμό του Αιμιλίου Παύλου στην Αμφίπολη η Άνω Μακεδονία αποτέλεσε, όπως ήδη αναφέραμε, την τέταρτη μερίδα. Το ίδιο καθεστώς διατηρήθηκε πιθανότατα και μετά την ήττα του σφετεριστή του μακεδόνικου θρόνου Ανδρίσκου στα 148 π.Χ. από τα ρωμαϊκά στρατεύματα, που είχε ως συνέπεια και τη μεταβολή της Μακεδονίας σε ρωμαϊκή επαρχία (provincia Macedonia), με έδρα τη Θεσσαλονίκη.

Κυριακή 26 Ιουλίου 2009

ΚΡΙΣΤΕ ΜΙΣΙΡΚΩΦ ΚΑΙ ΣΛΑΒΟΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ ΕΘΝΟΤΗΤΑ


O Κρίστε Μισίρκωφ, υπήρξε ο θεωρητικός του Σλαβομακεδονικού Νεο-Εθνικισμού, στις αρχές του 20ου αιώνα. Στο βιβλίο του «Μακεδονικές Υποθέσεις», Σόφια 1903, Μετάφραση εκδόσεις Πετσίβα, Αθήναι, 2003, προσπαθεί να τεκμηριώσει την ύπαρξη της «Μακεδονικής Εθνότητας», χωρίς να διστάζεινα τεκμηριώσει την ανυπαρξία ιστορικής συνέχειας των Σλαβομακεδόνων με το αρχαίο Ελληνικό παρελθόν της Μακεδονίας.

Στις σελίδες 127-138 ανφέρει.

1) «..Αν ο σχηματισμός των νοτιοσλαβικών λαών υπήρξε μία ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ διαδικασία, δεν είναι απίθανο να ξανασυμβεί στην σύγχρονη εποχή. Μέσα στο νοτιοσλαβικό γλωσσικό σύμπλεγμα υπάρχουν μερικοί κλάδοι, εκτός από τις πολιτικές οντότητες των Βουλγάρων και των Σέρβων, οι μακεδονικές διάλεκτοί.

Έτσι όπως είναι συνδεδεμένοι αυτοί οι κλάδοι έχουν πιο στενή σχέση με τους βουλγαρικούς στην ανατολική και τους σερβικούς στον βορρά. Κανένα όμως απ αυτά δεν επικράτησε οριστικά, και σταδιακά υπεχώρησαν ΜΕΧΡΙ ΠΟΥ Η ΦΥΣΙΚΗ ΟΝΟΜΑΣΙΑ «ΣΛΑΒΟΣ» ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΗΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΑΠΛΗΣΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΑΣ ΑΝΑΛΟΓΑ ΜΕ ΤΗΝ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΠΕΡΙΟΧΗ ΠΟΥ ΑΠΑΝΤΙΟΤΑΝ. ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΠΟΥ ΜΙΛΟΥΣΑΝ ΑΥΤΕΣ ΤΙΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΥΣ ΠΑΛΑΙΟΤΕΡΑ ΛΕΓΟΤΑΝ «ΣΛΑΒΟΙ» ΚΑΙ ΜΕΤΑ «ΣΕΡΒΟΙ» Η «ΒΟΥΛΓΑΡΟΙ», ΜΕΧΡΙ ΠΟΥ Η ΑΝΤΙΠΑΛΟΤΗΤΑ ΓΙΑ ΤΑ ΔΥΟ ΑΥΤΑ ΟΝΟΜΑΤΑ ΑΡΧΙΣΕ ΝΑ ΑΛΛΟΤΡΙΩΝΕΙ ΤΟΥΣ ΣΛΑΒΟΥΣ ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ, ΠΟΥ ΠΙΑ ΑΠΟΚΑΛΟΥΝΤΑΙ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΟ ΟΝΟΜΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΤΟΥΣ»

2) «Το όνομα «Μακεδόνας» χρησιμοποιήθηκε πρώτα από τους ΣΛΑΒΟΥΣ ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ, ΩΣ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΟΣ ΟΡΟΣ, για να δηλώσουν την καταγωγή τους. Είναι μάλιστα πολύ γνωστό ανάμεσα τους και όλοι το χρησιμοποιούν για να αυτοπροσδιορίζονται. Ένα πράγμα είναι σίγουρο: ακόμα και ο σχηματισμός των εθνοτήτων είναι μία ΜΗΧΑΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ, άρα υπάρχουν όλες οι αναγκαίες προϋποθέσεις ώστε η Μακεδονία να εξελιχθεί σε μία ανεξάρτητη εθνογραφική περιοχή. Οι Μακεδόνες έχουν μία κοινή χώρα, η οποία σταδιακά με τις μεταρρυθμίσεις (το 1903) εξελίσσεται σε ένα ανεξάρτητο πολιτικό σχήμα (τεχνική εθνότητα με τοπικά κριτήρια) , όπου υπάρχουν μερικοί κλάδοι του ΝΟΤΙΟΣΛΑΒΙΚΟΥ ΓΛΩΣΣΙΚΟΥ ΣΥΜΠΛΕΓΜΑΤΟΣ οι οποίοι εύκολα μπορούν να ενοποιηθούν μέσω μίας αμοιβαίας συμφωνίας (τεχνική εθνότητα) ότι θα χρησιμεύσουν σαν λογοτεχνική γλώσσα…»(Τεχνική Γλώσσα).»

3) Στην σελίδα 100 αναφέρεται σε «Σλάβους Μακεδόνες», υπονοώντας βεβαίως ότι υπάρχουν κι άλλές Εθνότητες στον Γεωγραφικό χώρο της Μακεδονίας.