Είναι αναμφισβήτητο γεγονός πια, ότι σε όλο το δυτικό κόσμο η μεγάλη μάζα των διανοουμένων είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό εξαρτημένη από το κεφάλαιο ή από την εξουσία. Οι μηχανισμοί είναι γνωστότατο. Η εύνοια, η συμμετοχή σε " ερευνητικά προγράμματα " που συνδέονται με την παραγωγή, η παροχή υπηρεσιών με την τυπική ιδιότητα του συμβούλου, του τεχνοκράτη, του εμπειρογνώμονα ή ακόμα και του «γκουρού», κατέστησαν την διανόηση «επάγγελμα»...».

Κ
. Τσουκαλάς

« It is now an undeniable fact that throughout the western world the intellectuals are strongly dependent on the capital and the «power». The mechanisms are well known. These are the favouritism, the participation in «research projects» associated with the production, the status of consultant, the technocrat, the expert, or even the «gurus».All these have made the intellectuals a professional cast of people in the service of political, economical and social elites.

C. Tsoukalas

11 ΜΑΡΤΙΟΥ 2010

Τι περιμένουνουμε στην αγορά συναθροισμένοι;
Είναι οι βάρβαροι να φθάσουν σήμερα.
Γιατί μέσα στην σύγκλητο μια τέτοια απραξία;
Τι καθοντ’ οι συγκλητικοί και δεν νομοθετούνε;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα!

Τι νόμους πια θα κάμουν οι συγκλητικοί;
Οι βάρβαροι σαν έλθουν θα νομοθετήσουν!

Τετάρτη 29 Ιουλίου 2009

ΤΑ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ ΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ

O Κλαύδιος Πτολεμαίος έζησε στην Αλεξάνδρεια τον 2ον μ.χ. αιώνα και συγκαταλέγεται μεταξύ των μεγαλυτέρων αστρονόμων όλων των εποχών. Ένα από τα βιβλία του που έφτασαν μέχρι την εποχή μας είναι και τα «ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ», ένθα ορίζονται επακριβώς τα όρια της Αρχαίας Μακεδονίας. Η «Κάτω Μακεδονία» καταλαμβάνει τον χωρο νοτίως της «άνω Μακεδονίας» μέχρι τον Σπερχειό ποταμό, συμπεριλαμβάνει έτσι το γεωγραφικό όριο όλης της σημερινής Κεντρικής και Βορείου Ελλάδος.

Η σημερινή Δυτική Μακεδονία, χώρα που ορίζεται από μικρούς και μεγάλους ορεινούς όγκους και διατρέχεται από τον ποταμό Αλιάκμονα, ανήκει στην Άνω -ορεινή- Μακεδονία των αρχαίων, η οποία εκτεινόταν πέρα από τα σημερινά ελληνικά σύνορα και περιελάμβανε τον ποταμό Εριγώνα, τις λίμνες Αχρίδα και Πρέσπες και τις περιοχές μέχρι τα όρη Dautika, Babuna, Dren στα βόρεια. Κατά τη διάρκεια της δεύτερης χιλιετίας π.Χ. υπήρξε σταθμός της πορείας του "πολυπλάνητου" έθνους των βορειοδυτικών ελληνικών φύλων, στα οποία ανήκαν οι Μακεδόνες και οι Δωριείς (Ηρόδοτος 1.56, 8.137-139, Θουκυδίδης 2.99). Ένας κλάδος τους, οι Αργεάδες Μακεδόνες, στους οποίους βασίλευαν οι Τημενίδες, απόγονοι του Τημένου γιου του Ηρακλή, μετά από διαδοχικές μετακινήσεις εγκαταστάθηκαν στην περιοχή του Ολύμπου. Στις αρχές του 7ου π.Χ. αι., με πρώτο γνωστό βασιλιά τον Περδίκκα, ίδρυσαν το κράτος των Αιγών. Από τις Αιγές, που σύμφωνα με μεταγενέστερη παράδοση ιδρύθηκαν από τον Αργείο Κάρανο τον 8ο π.Χ. αι., και αργότερα την Πέλλα, γύρω στο 400 π.Χ., συνέχισαν την επεκτατική τους δράση για πολλούς αιώνες.

Η Άνω Μακεδονία μνημονεύεται για πρώτη φορά στον Ηρόδοτο και συγκεκρι¬μένα σε δύο χωρία. Στο πρώτο (7.173.4) περιγράφει την εισβολή των στρατευμάτων του Ξέρξη στη Θεσσαλία: "ώς έπύθοντο καί άλλην έοΰσαν έσβολήν ές Θεσσαλούς κατά τήν 'Άνω Μακεδονίην διά Περραιβών κατά Γόννον πόλιν, τή περ δή καί έσέβαλε ή στρατιή ή Ξέρξεω". Στο δεύτερο (8.137-139) αφηγείται την περιπέτεια του ιδρυτή του βασιλείου των Αιγών και απογόνου του Ηρακλή, Περδίκκα, ο οποίος, μαζί με τους αδερφούς του Γαυάνη και Αέροπο, "έξ 'Άργεος έ'φυγον ές Ιλλυριούς (...) έκ δέ Ιλλυριών ύπερβαλόντες ές τήν Άνω Μακεδονίην άπίκοντο ές Λεβαίην πόλιν". Σαφέστερο διαχωρισμό μεταξύ άνω και κάτω Μακεδονίας συ¬ναντάμε στον Θουκυδίδη κατά την εξιστόρηση των συγκρούσεων των Αθηναίων και Λακεδαιμονίων στον βορειοελλαδικό χώρο, στη διάρκεια του λεγόμενου Πελοποννησιακού Πολέμου (2.99.1): "ξυνηθροίζοντο ούν έν τη Δοβήρω καί παρε-σκευάζοντο, όπως κατά κορυφήν έσβαλοΰσιν ές τήν Κάτω Μακεδονίαν, ής ό Περδίκκας ήρχεν. των γάρ Μακεδόνων είσί καί Λυγκησταί καί Έλιμιώται καί άλλα έθνη έπάνωθεν, ά ξύμμαχα μέν έστι τούτοις καί ύπήκοα, βασιλείας δ' έ'χει καθ' αυτά. τήν δέ παρά θάλασσαν νΰν Μακεδονίαν Αλέξανδρος ό Περδίκκου πατήρ και οί πρόγονοι αύτοϋ, Τημενίδαι τό άρχαΐον όντες έξ 'Άργους...". Και στα επόμενα δύο χωρία (1.59 και 2.100) ο διαχωρισμός είναι εξίσου σαφής: "καί καταστάντες <οί Άθηναΐοι> έπολέμουν μετά Φιλίππου και των Δέρδου αδελφών άνωθεν στρατιά εσεβληκότων", "ΟΊ δε Μακεδόνες πεζώ μεν ουδέ διενοοϋντο άμυνασθαι ίππους δέ προσμεταπεμψάμενοι άπό των άνω συμμάχων... ολίγοι πρός πολλούς έσέβα-λον ες τό στράτευμα των Θρακών".

Ο Στράβων (7, C326) κατονομάζει τέσσερις περιοχές που ανήκαν στην Άνω Μακεδονία, στην οποία, οι Ρωμαίοι διατήρησαν καθεστώς "ελευθερίας" και αυ¬τονομίας: "καί δή καί τά περί Λυγκον καί Πελαγονίαν και Όρεστιάδα καί Έλίμειαν την 'Άνω Μακεδονίαν έκάλουν, οι δέ ύστερον καί έλευθέραν". Ο ίδιος (7, από-σπ.12), αναφερόμενος σε ποταμούς ως φυσικά γεωγραφικά όρια μεταξύ Θεσσαλίας, Ηπείρου και Μακεδονίας, τη συνδέει με τον Αλιάκμονα: «ότι Πηνειός ορίζει την Κάτω καί πρός τη θαλάττη Μακεδονίαν άπό Θετταλίας καί Μαγνησίας, Άλιάκμων δέ την 'Άνω Μακεδονίαν».

Ο Λίβιος (45.29.9 και 45.30.6) αναφερόμενος στη διαίρεση της Μακεδονίας σε τέσσερις "μερίδες" μετά την ήττα του Περσέα στην Πύδνα το 168 π.Χ. από τους Ρωμαίους υπό τον Αιμίλιο Παύλο, ορίζει ως τέταρτη μερίδα την Άνω Μακεδο¬νία "trans montem Boram", με έδρα την Πελαγονία και σύνορα την Ιλλυρία και την Ήπειρο. Αναφέρει σ' αυτήν, ως κατοίκους, τους Εορδούς, Λυγκηστές, Πελαγόνες και προσθέτει, ως περιοχές, την Ατιντανία, την Τυμφαία και την Ελιμιώτιδα. Από τη σύγχρονη ιστορική έρευνα εντάσσονται σ' αυτήν η Ελιμιώτις με την Τυμφαία, η Λυγκηστίς, η Ορεστίς, η Πελαγονία με τη Δερρίοπο, η Εορδαία, η Ατιντανία και η Δασσαρήτις. Ομοφωνία μελετητών υπάρχει για τις περισσότερες περιοχές, ενώ οι ανένταχτες περιοχές στα δυτικά-βορειοδυτικά, κυρίως, της Άνω Μακεδονίας και γύρω από την Αχρίδα μπορούν να συμπεριληφθούν στα "άλλα έθνη πάνωθεν" του Θουκυδίδη (2.99), αν ήταν μακεδόνικες και όχι ηπειρωτικές. Οπωσδήποτε, τμήμα της θεωρούμενης Δασσαρήτιδας, όπως και της Ατιντανίας, ανήκε στην Ήπειρο, ενώ η περιοχή γύρω από τη Λυχνίτιδα-Αχρίδα μπορεί να ενταχθεί στην Άνω Μακεδονία. Για τα νέα αυτά όρια της Άνω Μακεδονίας, τα οποία αποτυπώθηκαν πάνω σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού), στηρίχθηκα αφενός στην ιστορική έρευνα, παλαιότερη και νεότερη, και αφετέρου στα πορίσματα της νεότερης αρχαιολογικής-ανασκαφικής έρευνας, η οποία έδωσε νέα διάσταση στην πολιτισμική φυσιογνωμία της Μακεδονίας.

Είναι γνωστό, λοιπόν, ότι η Άνω Μακεδονία αποτέλεσε την αφετηρία, το ορμητήριο των βορειοδυτικών ελληνικών φύλων, τα οποία στο βόρειο χώρο ονομάστηκαν μακεδόνικα και στο νότιο δωρικά, κατά τον Ηρόδοτο. Σύμφωνα με τον Ησίοδο (8ος αι. π.Χ.) ο Μακεδών ήταν αδελφός του Μάγνητα, γιοί και οι δυο του Δία και της Θυίας, κόρης του Δευκαλίωνα και αδελφής του Έλληνα. Κατά τον Ελλάνικο, συγγραφέα του 5ου π.Χ. αι., ο Μακεδών ήταν γιος του Αιόλου και εγγονός του Έλληνα. Η σημασία των αρχαίων αυτών πηγών, που δεν εξαντλούνται στις παραπάνω, έγκειται στο ότι μας δείχνουν με ποιον τρόπο οι νότιοι Έλληνες αντιλαμβάνονταν, ήδη από τα ομηρικά χρόνια, την ενότητα του ελληνικού έθνους, στο οποίο ανήκαν και οι Μακεδόνες -ας μη ξεχνάμε άλλωστε ότι οι θεοί κατοικούσαν στον Όλυμπο.

Η Άνω Μακεδονία με τα βασίλεια της Ελίμειας, Ορεστίδας, Εορδαίας, Λυγκηστίδας και Πελαγονίας, δεν είχε αποδυναμωθεί και απομονωθεί πολιτισμικά και κοινωνικά, όπως δυστυχώς αρχικά, από έλλειψη αρχαιολογικών-ιστορικών δεδομένων, είχε γραφεί. Αυτό αποδεικνύεται από την υψηλή χρονολόγηση, τον πλούτο, την ποιότητα και το χαρακτήρα των αρχαιολογικών ευρημάτων, μετά τη συστηματική έρευνα στην Αιανή και αλλού, που επέβαλε την επανεξέταση, κάτω από νέο πρίσμα, παλαιότερων αρχαιολογικών ευρημάτων.

Η αποκάλυψη στην Αιανή οικοδομημάτων και μνημειακών τάφων με ανάλογα κινητά ευρήματα, που δηλώνουν αυτόματα ενιαίο ελληνικό πολιτισμό και χρονολογούνται στα αρχαϊκά και κλασικά χρόνια, οδηγεί αναγκαστικά στη διαπίστωση ότι υπήρχαν οργανωμένες πόλεις με λαμπρή αρχιτεκτονική πολύ πριν από την ενοποίηση όλης της Μακεδονίας από τον Φίλιππο Β' (359-336 π.Χ.), στον οποίο οι ιστορικοί απέδιδαν την ίδρυση των πρώτων πόλεων- αστικών κέντρων στην Άνω Μακεδονία. Παράλληλα, η αποκάλυψη αρχαϊκών και κλασικών επιγρα¬φών, από τις πρωιμότερες του μακεδόνικου χώρου, αποτελούν απτά τεκμήρια της εθνικής ταυτότητας των Μακεδόνων. Κατά τρόπο λογικό και αναγκαίο συμπεραίνουμε ότι, παράλληλα με τους Αργεάδες Μακεδόνες της Κάτω Μακεδονίας, τα "έπάνωθεν", κατά το Θουκυδίδη, ελληνικά βασίλεια της Άνω Μακεδονίας, χαρακτηρίζει τον 6ο και 5ο π.Χ. αι. υψηλό βιοτικό και πολιτιστικό επίπεδο.

Οι σύγχρονοι νομοί Καστοριάς, Φλώρινας, Κοζάνης και Γρεβενών ανήκαν στην Άνω Μακεδονία, σύμφωνα με το διαχωρισμό της Μακεδονίας από τους αρχαίους συγγραφείς σε ορεινή - Άνω- και πεδινή -Κάτω. Η Άνω Μακεδονία, λοιπόν, απαρτιζόταν από ιδιαίτερα βασίλεια που αποτελούσαν συγγενικές φυλετικές ομάδες - έθνη με κοινωνικό και πολιτικό σύστημα, το οποίο βασιζόταν κατά τους πρώτους αιώνες της εμφάνισης τους στις αρχές του αγροτοποιμενικού βίου. Μέσα στα γεωγραφικά όρια των παραπάνω νομών κατοικούσαν οι Ορέστες, Λυγκηστές, Εορδοί, Τυμφαίοι, Ελιμιώτες, οι οποίοι μέχρι την ύστερη αρχαιότητα, παρόλη την ενοποίηση του μακεδόνικου βασιλείου, την ανάπτυξη των πόλεων ως διοικητικών κέντρων και τη ρωμαϊκή κατάκτηση, διατήρησαν τη φυλετική τους οργάνωση, όπως φαίνεται και από τις αναφορές του εθνικού της περιοχής στον αυτοπροσδιορισμό των κατοίκων τους π.χ. Μακεδών Ελιμιώτης, Εορδαίας κτλ. Η οριστική ενοποίηση επιτεύχθηκε χάρη στην πολιτική και στρατιωτική ιδιοφυία του Φιλίππου Β', ο οποίος με συνεχείς νίκες και άριστες διπλωματικές μεθόδους πέτυχε την ενσωμάτωση των εθνών της Άνω Μακεδονίας, την κατάταξη των ευγενών στην τάξη των εταίρων, και συνεπώς την εξασθένηση και κατάργηση των ηγεμονικών οίκων. Η προσάρτηση της Ελίμειας, όπως και των άλλων «έπάνωθεν» περιοχών, πραγματοποιήθηκε μάλλον ειρηνικά και εδραιώθηκε μετά την επιτυχή απώθηση και συντριβή των Ιλλυριών τόσο από τον Φίλιππο (358 π.Χ.) όσο και τον στρατηγό του Παρμενίωνα (356 π.Χ.), ο οποίος, όπως και πολλοί άλλοι στρατηγοί, καταγόταν από την Άνω Μακεδονία και συγκεκριμένα από την Πελαγονία, βορείως του Εριγώνα, σημερινού Cerna.

Είναι βέβαιο ότι η συμβολή των "έπάνωθεν" στη νικηφόρα εκστρατεία ως τις Ινδίες, που έγινε με τη συμμετοχή όλων των Ελλήνων "πλήν Λακεδαιμονίων", υπήρξε καθοριστική. Από τις έξι ταξιαρχίες του Μ. Αλεξάνδρου στα 330 π.Χ. τρεις προέρχονταν από την Άνω Μακεδονία, δηλαδή την Ελίμεια, την Ορεστίδα μαζί με τη Λυγκηστίδα και την Τυμφαία (Διόδωρος 17. 57. 2). Επιπλέον διοικούνταν γιο πολλά χρόνια από ταξίαρχους (ο Κοίνος Πολεμοκράτους, Ελιμιώτης, ο Περδίκκας Ορόντου από την Ορεστίδα και ο Αμύντας Ανδρομένους και Πολυπέρχων Σιμμία αργότερα από την Τυμφαία), μέλη των βασιλικών οίκων της Άνω Μακεδονίας. Επιπλέον ταξίαρχοι, όπως ο Κρατερός και άλλοι, διοικούσαν ταξιαρχίες που προέρχονταν από άλλες περιοχές. Για τις τρεις μόνον από τις έξι ταξιαρχίες χρησιμοποιείται ο όρος άσθέταιροί. Το όνομα δόθηκε από τον Μ. Αλέξανδρο και συνδεόταν με ένα είδος πολεμικών τιμών για εξαιρετικές υπηρεσίες και αφορούσε τους Μακεδόνες από την Άνω Μακεδονία, οι οποίοι ξεχώριζαν για τις ικανότητες τους σε σκληρές δοκιμασίες. Κατά το 2ο π.Χ. αι., και συγκεκριμένα μετά την ήττα του Περσέα στην Πύδνα το 168 π.Χ., σύμφωνα με το διακανονισμό του Αιμιλίου Παύλου στην Αμφίπολη η Άνω Μακεδονία αποτέλεσε, όπως ήδη αναφέραμε, την τέταρτη μερίδα. Το ίδιο καθεστώς διατηρήθηκε πιθανότατα και μετά την ήττα του σφετεριστή του μακεδόνικου θρόνου Ανδρίσκου στα 148 π.Χ. από τα ρωμαϊκά στρατεύματα, που είχε ως συνέπεια και τη μεταβολή της Μακεδονίας σε ρωμαϊκή επαρχία (provincia Macedonia), με έδρα τη Θεσσαλονίκη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΣΧΟΛΙΑ