Για το συλλαλητήριο ζητήθηκε στην αρχή άδεια από την Κυβέρνηση Παπανδρέου, η οποία αρχικά εδόθη, αλλά αργότερα ανεκλήθη αφού η κυβέρνηση θεώρησε πως το συλλαλητήριο αποτελούσε μέρος του οργανωμένου σχεδίου του ΕΛΑΣ για την εκδήλωση στασιαστικού κινήματος. Το ΕΑΜ και το ΚΚΕ απεφάσισαν να αγνοήσουν την προειδοποίηση της κυβέρνησης και να προχωρήσουν κανονικά.
Ο Ι. Ζεύγος έγραφε τον «Ριζοσπάστη» στις 3 Δεκεμβρίου:« ..Τώρα τον λόγο τον έχει ο Ελληνικός λαός. Οι μπαρουτοκαπνισμένοι μαχητές του ΕΛΑΣ που τους ζητούν να παραδώσουν τα τιμημένα και κερδισμένα σε μάχες όπλα τους . Οι περήφανοι πολίτες της Αθήνας που αντιμετώπισαν τις ορδές των Γερμανών και των προδοτών. Όλοι οι δημοκράτες, όλοι όσοι πονάν την Ελλάδα και τον λαό της, θα βρεθούν ενωμένοι στις γραμμές του για να υπερασπίσουν την λευτεριά του, την ζωή του, τα δημοκρατικά του δικαιώματα, την εθνική ανεξαρτησία. Ο Ελληνικός λαός θα σαρώσει την κυβέρνηση του εμφυλίου πολέμου και θα δημιουργήσει μια κυβέρνηση πραγματικής εθνικής ενότητας», προαναγγέλλοντας ουσιαστικά την ανταρσία.
Το συλλαλητήριο πραγματοποιήθηκε με τον κύριο όγκο των διαδηλωτών να πλησιάζει κατά τις 10 την πλατεία Συντάγματος. Η πρώτη επαφή των διαδηλωτών με τους αστυνομικούς έγινε στο ύψος της δυτικής πύλης του Βασιλικού τότε Κήπου. Παρά τις συστάσεις των επικεφαλής αστυνομικών οι διαδηλωτές συνέχισαν να κινούνται και στις 10:30 έφθασαν στην συμβολή των οδών Β. Σοφίας, Β. Αμαλίας και Πανεπιστημίου όπου άρχισαν οι συμπλοκές. Ταυτόχρονα μία χειροβομβίδα που εκτοξεύθηκε από την ΟΠΛΑ διαμέλισε τον αστυφύλακα της τροχαίας Ι. Λαμπρόπουλο, ενώ ταυτόχρονα οι διαδηλωτές άρχισαν να κινούνται προς το κτήριο της διεύθυνσης της αστυνομίας με σκοπό να το καταλάβουν. Όταν οι τελευταίοι βρέθηκαν σε απόσταση 30 μέτρων από το κτήριο, οι 20 ένοπλοι φρουροί του κτηρίου άνοιξαν πυρ εναντίον του πλήθους αναχαιτίζοντας το.
Η διαταγή δόθηκε από τον αστυνομικό διευθυντή Α. Έβερτ κατόπιν σχετικής εντολής από τον Πρωθυπουργό Γ. Παπανδρέου. Ταυτόχρονα 3000 Ελασίτες κατήρχοντο από την Αγία Παρασκευή το Χαλάνδρι και τα Βόρεια προάστια και επολιόρκησαν την πρωθυπουργική κατοικία που ευρίσκετο επί της οδού Β. Σοφίας. Όταν ο επικεφαλής αστυνόμος Β΄ Γ. Κανελλάκης προσπάθησε να αφοπλίσει τον ταγματάρχη του ΕΛΑΣ «Προβελλέγιο» (Καραβοκύρη),οι διαδηλωτές άρχισαν να πυροβολούν εναντίον των 22 αστυνομικών του κτηρίου οι οποίοι ανταπέδωσαν τα πυρά αναγκάζοντας τους να απομακρυνθούν.
Ταυτόχρονα παρόμοια περιστατικά συνέβαιναν σε όλη την πόλη και τις συνοικίες της Αθήνας από επιμέρους ομάδες διαδηλωτών που συνέρεαν προς το κέντρο από όλα τα σημεία. Οι συμπλοκές και τα επεισόδια συνεχίσθηκαν μέχρι της 13:30, όταν με την επέμβαση Βρετανών Αλεξιπτωτιστών οι οποίοι δεν χρησιμοποίησαν πυρά το πλήθος απεμακρύνθη από το κέντρο των Αθηνών.
Ταυτόχρονα μετά την έναρξη του συλλαλητηρίου άρχισε η επίθεση 3000 Ελασιτών εναντίων των ανδρών της οργάνωσης Χ που ήταν οχυρωμένοι στο Θησείο. Ο συνολικός αριθμός των Χιτών που ευρίσκοντο εκεί ήταν περίπου 80 άνδρες, με την ενεργό δύναμη της οργάνωσης να είναι μειωμένη λόγω των κυβερνητικών παρεμβάσεων για την διάλυση της κατά απαίτηση του ΕΑΜ. Στην μάχη συμμετείχε και ο αρχηγός της οργάνωσης, η κατοικία του οποίου ευρίσκετο στο Θησείο, Γεώργιος Γρίβας, ο μετέπειτα αρχηγός της ΕΟΚΑ. Η μάχη συνεχίσθη μέχρι την επόμένη 4 Δεκεμβρίου, όπου το πρωί με την επέμβαση Βρετανικών τεθωρακισμένων επετεύχθη η σύμπτυξη των Χιτών και η μεταφορά τους στο Θ΄Αστυνομικό Τμήμα του Θησείου. Οι απώλειες της οργάνωσης ήσαν 40 άνδρες, ενώ μεγάλες ήσαν και οι απώλειες του ΕΛΑΣ. Κατά τις συμπλοκές σκοτώθηκε 1 αστυνομικός και τραυματίσθηκαν 4 άλλοι, ενώ υπήρξαν 11 διαδηλωτές νεκροί και 60 τραυματίες (21 νεκροί και 140 τραυματίες κατά το ΕΑΜ).
Την ίδια ημέρα ο Πρωθυπουργός κατήγγειλε το ΕΑΜ ως στασιαστές, ενώ ο αντιστράτηγος Σκόμπι απηύθυνε προς το Α΄ Σώμα Στρατού του ΕΛΑΣ διαταγή με την οποία απαιτούσε την απομάκρυνση του ΕΛΑΣ και της ΟΠΛΑ από την Αθήνα. Η διαταγή όριζε πως οι μονάδες που δεν θα απομακρυνθούν από την Αθήνα μέχρι τις 6 Δεκεμβρίου τα μεσάνυχτα θα θεωρηθούν εχθρικοί σχηματισμοί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΣΧΟΛΙΑ