Από το Βιβλίο του Νίκου Ζέρβη «Καλαμάτα –Κατοχή-Απελευθέρωση, Τόμος ΣΤ, Καλαμάτα 2007), σελ 173-175.
Η Καλαμάτα κατελήφθη από τον ΕΛΑΣ/ΕΑΜ στις 9 Σεπτεμβρίου του 1944.Στις 17 Σεπτεμβρίου το απόγευμα ο Άρης Βελουχιώτης διοικητής της ΙΙΙ Μεραρχίας του ΕΛΑΣ φθάνει στην Καλαμάτα έχοντας μαζί του 18 αιχμαλώτους από την μάχη του Μελιγαλά, οι οποίοι λυντσάρονται. Την ίδια μέρα το βράδυ αρχίζουν οι ομαδικές εκτελέσεις των ταγματασφαλιτών (500 αιχμάλωτοι), από τους εκτελεστές της ΟΠΛΑ στις όχθες του Νέδοντα.
17 του Σεπτέμβρη 1944 [1]
«….. Στις 2 τα μεσάνυχτα οι ελασίτες με ορμή μπήκαν στον θάλαμό μας, όλοι τους είναι οπλισμένοι σαν αστακοί, στα χέρια τους κρατούν τα όπλα,… στα κεφάλια τους φορούν μαύρα μαντίλια, τα μούτρα τους είναι άγρια κλειστά, δεν έχουν τίποτα το ανθρώπινο, καμία συμπάθεια, καμία επιείκεια… Εκείνη την στιγμή ακούω κάποιον να ψιθυρίζει, προσπάθησε να σε δέσουν μαζί μου…Έξω μας δένουν με ηλεκτρικά καλώδια, τα σφίγγουν όσο μπορούν πιο πολύ πάνω στο σώμα μου, τα νοιώθω να βουλιάζουν στο δέρμα, τα χέρια μου αρχίζουν να μουδιάζουν, ύστερα μας δένουν δύο-δύο από τους καρπούς. Μας βάζουν σε μία γραμμή, μας κυκλώνουν απ΄ όλες τις μεριές, ετοιμαζόμαστε να φύγουμε , όταν ένας από τους φρουρούς μας λέει: Περιμένετε, μην ξεκινάτε ακόμη, πάω να φέρω και μερικούς άλλους που έχουμε για σκότωμα…. Πέρασαν λίγα λεπτά…ακούστηκαν φωνές, ένα μπουλούκι πλησιάζει, καταλαβαίνω πως μερικούς τους φέρνουν σέρνοντας…μετρώ τρεις γυναίκες και οχτώ άντρες, σχεδόν όλοι τους είναι χωριάτες,…οι γυναίκες στριγκλίζουν…μία την τραβούν από τα μαλλιά, κάθε λίγο ένας ελασίτης κατεβάζει την γροθιά τους πάνω στο πρόσωπό τους…Τώρα όλοι είμαστε εικοσιεννιά, άλλοι τόσοι και οι ελασίτες…περνάμε την πύλη (του 9ου Συντάγματος Πεζικού) με τους διπλούς σκοπούς. Ο δρόμος είναι έρημος.. Στρίβουμε δεξιά, από την οδό Λακωνικής γυρνάμε στην οδό Φαρών, στην οδό Μαυρομιχάλη, φθάνουμε στους Αγίους Αποστόλους, από κάποιο θαμπό παράθυρο βλέπω ένα αναμμένο καντήλι, πιάνουμε ένα δρομάκι πλάι στην ξερή κοίτη του Νέδοντα…Ξαφνικά, καθώς ρίχνω γύρω την ματιά μου, βλέπω το χέρι του πλαϊνού μου να κουνιέται ελεύθερα, με μία γρήγορη κίνηση μου κόβει το σύρμα, μ΄ένα μαχαίρι μου το περνάει, ελευθέρωσε και το άλλο μπράτσο σου μου λέει…..Με σπρωξιές και βρισιές με πηγαίνουν πάλι πίσω, βάναυσα με δένουν με ένα χωριάτη, με μία κλωτσιά στην κοιλιά με ρίχνουν κάτω, σε λίγο οι δύο ελασίτες γυρνούν λαχανιασμένοι, τον καθαρίσαμε τον προδότη λένε, τον καθαρίσαμε. Γδύνονται αργά βαριεστημένα, ύστερα τους δένουν μονάχα από τους καρπούς, τους σπρώχνουν, τους πηγαίνουν καμιά πενηνταριά μέτρα μακριά στην άκρη του ξεροπόταμου. Ακούω δύο πυροβολισμούς, ύστερα άλλους δύο,, ένας μουντός θόρυβος από κορμιά που πέφτουν. Οι οπλατζίδες (εκτελεστές της ΟΠΛΑ) γύρισαν πίσω, άλλοι τέσσερις σηκώνονται, παίρνουν τέσσερις από μας, γίνονται πάλι τα ίδια, γεια σας παιδιά μας λένε καθώς φεύγουν. Οι πυροβολισμοί ξεσκίζουν πάλι την νύχτα, τα σώματα πέφτουν με ένα υπόκωφο κρότο…Έχουν σηκώσει τους περισσότερους, τέσσερα ζευγάρια μονάχα μένουν, είμαι ο πρώτος στην σειρά μου, σηκώνομαι βγάζω τα ρούχα μου, το αίμα από το μάγουλό μου τρέχει πάντοτε, ένα χέρι με αγγίζει στον ώμο, με σπρώχνει ελαφρά. Προχωράμε, έχω την περιέργεια να μετρήσω τα βήματά μου είναι ογδόντα εννιά, φθάνω στην άκρη. Μπροστά μου σε 2-3 μέτρα είναι η κοίτη του Νέδοντα, ξεχωρίζω τα κορμιά των πεθαμένων. Καθίστε κάτω μας λένε, τα πόδια σας να κρέμονται έξω. Καθόμαστε, οι οπλατζίδες γονατίζουν, πίσω στο κεφάλι μου αντηχούν οι πυροβολισμοί, μου φαίνονται σαν βροντές, αισθάνομαι να με χτυπούν πίσω από το αυτί, μία ζάλη, ο πλαϊνός μου πέφτοντας κάτω με παρασύρει με το βάρος του, ακουμπάω σε κάτι μαλακό, ύστερα ένα κύμα έρχεται, μετά άλλο, βυθίζομαι, βυθίζομαι σε μία λίμνη, ακούω ένα μουρμουρητό που έρχεται από μακριά, με πλησιάζει με αγγίζει, ύστερα σβήνει και αυτό, δεν υπάρχει πια τίποτα, τίποτα….
Ήταν ακόμα πυκνή νύχτα όταν άνοιξα τα μάτια μου, σαν να ξυπνάω από μία βαθιά νάρκη, συνέρχομαι σιγά-σιγά, το αγιάζι είναι κρύο, ριγώ, πίσω από το αυτί μου κυλάει ένα υγρό, ένα ατελείωτο βάρος είναι πάνω από το στήθος μου. Δεν καταλαβαίνω που βρίσκομαι, τι γίνεται γύρω μου, για μια στιγμή στοχάζομαι ποιος είμαι στην άλλη ζωή που αρχίζει μετά τον θάνατο… Σέρνουμε μερικά μέτρα πάνω στην άμμο, ύστερα σηκώνομαι όρθιος, κοιτάζω τριγύρω μου. Η σιωπή είναι βαθιά….Το πατρικό μου κτήμα δεν είναι μακριά, καμία ώρα δρόμο….Είμαι ξυπόλητος, τα πόδια μου είναι ματωμένα, τα τυίγω με δύο κουρέλια, αφήνω το μονοπάτι που ξετυλίγεται πλάι στο ποτάμι, παίρνω την πλαγιά…Η μάνα μου είχε ακούσει τα γαυγίσματα, είχε σηκωθεί εκείνη την στιγμή, φόραγε την ρόμπα της, καθώς με βλέπει μισόγυμνο στέκεται ακίνητη σαστισμένη…Δημήτρη μου λέει, από πού έρχεσαι, πως είσαι έτσι, τι σου συμβαίνει…Την αγκαλιάζω την φιλώ, με σφίγγει δυνατά μέσα στα χέρια της, πάνω στο στήθος της βλέπει τα αίματα , τα τυλιγμένα πόδια μου, κάνει, παιδάκι μου……
[1] ΠΕΤΡΟΥ ΜΑΝΙΑΤΗ, Ημερολόγιο, Αθήνα 1969, σελ.96-99.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΣΧΟΛΙΑ