Είναι αναμφισβήτητο γεγονός πια, ότι σε όλο το δυτικό κόσμο η μεγάλη μάζα των διανοουμένων είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό εξαρτημένη από το κεφάλαιο ή από την εξουσία. Οι μηχανισμοί είναι γνωστότατο. Η εύνοια, η συμμετοχή σε " ερευνητικά προγράμματα " που συνδέονται με την παραγωγή, η παροχή υπηρεσιών με την τυπική ιδιότητα του συμβούλου, του τεχνοκράτη, του εμπειρογνώμονα ή ακόμα και του «γκουρού», κατέστησαν την διανόηση «επάγγελμα»...».

Κ
. Τσουκαλάς

« It is now an undeniable fact that throughout the western world the intellectuals are strongly dependent on the capital and the «power». The mechanisms are well known. These are the favouritism, the participation in «research projects» associated with the production, the status of consultant, the technocrat, the expert, or even the «gurus».All these have made the intellectuals a professional cast of people in the service of political, economical and social elites.

C. Tsoukalas

11 ΜΑΡΤΙΟΥ 2010

Τι περιμένουνουμε στην αγορά συναθροισμένοι;
Είναι οι βάρβαροι να φθάσουν σήμερα.
Γιατί μέσα στην σύγκλητο μια τέτοια απραξία;
Τι καθοντ’ οι συγκλητικοί και δεν νομοθετούνε;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα!

Τι νόμους πια θα κάμουν οι συγκλητικοί;
Οι βάρβαροι σαν έλθουν θα νομοθετήσουν!

Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2009

ΝΕΩΤΕΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ


Νεώτερες ιστορικές έρευνες για την Εθνική Αντίσταση

ΕΣΤΙΑ 25 - 29 Απριλίου 2006,

Δρ. Π.Ι. ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ,


«Η ιστορική έρευνα της φοβερής για την πατρίδα μας 10ετίας 1940-50 και «η ιστορική τοπογραφία» διάφορων περιοχών της χώρας, αποκαλύπτει αργά αλλά σταθερά γεγονότα της εποχής, φθάνοντας ακόμη και σε προσωπικές λεπτομέρειες για τους πρωταγωνιστές .

Πρόσφατες έρευνες εκλεκτών νέων επιστημόνων, ιστορικών ερευνητών του ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ [ΑΠΘ], φέρνουν σε φως τεκμήρια μεγάλης αξίας για την περίοδο και δίνουν εικόνα τελείως διάφορη από όσα δίνει ο καθημερινός τύπος και «παίζει» η κατευθυνόμενη τηλεόραση, με τρόπο βάναυσο και προσβλητικό της κοινής νοημοσύνης και της αλήθειας, την οποία έχουν βιώσει πολλοί επιζώντες Έλληνες. Τα τελευταία χρόνια η άφθονη και προκλητική βιβλιογραφία με τη «φιλολογία των νικημένων», η οποία χαρακτηρίζεται από τη «γεύση της στρατιωτικής και προ παντός της ιδεολογικής συντριβής», αποτελεί μια ακόμη προσπάθεια παραπλάνησης και ανόητης «ρεβάνς των ηττημένων»! Η προσεκτική και νηφάλια μελέτη των νέων ιστορικών, φανερώνει την αλήθεια, που τόσα πολλά χρόνια σκεπάζονταν από το βούρκο της συκοφαντίας, τη λάσπη του χρόνου και την καθαρή πολιτική εκμετάλλευση .

Οι νέοι ιστορικοί, ακολουθώντας κυριολεκτικά το «μίτο της Αριάδνης» για τον Ελληνικό Βορρά, ξαναζωντανεύουν το κατοχικό δράμα, αποκαλύπτουν την αλήθεια και τονίζουν ότι ο «επίσημος» διαχωρισμός της Κατοχής [1941-44] από την περίοδο της ανοικτής σύγκρουσης [1946-49], με την ενδιάμεση «Λευκή τρομοκρατία» [1945-46], όπως παραπλανητικά ονομάζεται η περίοδος αυτή, δημιούργησε μια κυριολεκτικά «προκατασκευασμένη και αυθαίρετη» νέα καταγραφή της ανάμνησης της εποχής. Η θεωρία αυτή που αποτέλεσε τον «ιδρυτικό μύθο της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας», κατασκευάσθηκε από την αριστερά και υποχρεώθηκε να την δεχθεί ο υπόλοιπος πολιτικός κόσμος.

Αρχικά, οι οριστικά «χαμένοι στρατιωτικά και ιδεολογικά», παρουσίασαν τον τίτλο του «Καπετάνιου» σαν ταυτισμένο με τους κομμουνιστές της εποχής, και ο γνωστός Θανάσης Κλάρας [Άρης Βελουχιώτης] αναγορεύτηκε σε «σταρ» των καπετάνιων του κομμουνιστικού χώρου, μέσα σ’ ένα σύννεφο μυθοπλασίας, εξυμνούμενος ως δήθεν συνεχιστής των Κολοκοτρώνη, Καραϊσκάκη κλπ, ενώ το βιβλίο του Σαράφη «Ο ΕΛΑΣ», αποτελεί κείμενο απόλυτης νομιμοφροσύνης στο ΚΚΕ. Οι «ιστορίες» των κομμουνιστών μετά το 1982, κάλυψαν τα πάντα και αγνοήθηκαν ή συκοφαντήθηκαν όλες οι άλλες αντιστασιακές οργανώσεις που είχαν πολλές φορές τραγικό τέλος από τη κομμουνιστική βία της εποχής.

Αγνοείται ακόμη και η δράση του ελεύθερου Ελληνικού Στρατού στη Μέση Ανατολή, Ιταλία, Δωδεκάνησα κλπ, της Ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας, όπως και ο λαμπρός άθλος του Εμπορικού, αλλά και Πολεμικού μας Ναυτικού, του οποίου όλα τα διασωθέντα από τη Γερμανική επίθεση πλοία, έπλευσαν εκτός της σκλαβωμένης Ελλάδας με 3000 περίπου άνδρες, για να συνεχίσουν τον αγώνα της ελευθερίας, ενώ οι κατακτητές τους είχαν επικηρύξει ως «πειρατές»!! Κανένας δεν λέει σήμερα ότι ο πολεμικός μας Στόλος υπήρξε ο μοναδικός σε όλη την Ευρώπη που δεν παραδόθηκε στους Γερμανούς, αλλά συνεχίζοντας την παράδοση από τα «ΞΥΛΙΝΑ ΤΕΙΧΗ», πολέμησε μέχρι τη Νίκη σε όλες τις θάλασσες ακόμη και στη μεγάλη απόβαση της Νορμανδίας! Μοναδικά ναυτικά πολεμικά κατορθώματα και θρυλικά πλοία, όπως τα Αντιτορπιλικά ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΟΛΓΑ και ΑΔΡΙΑΣ, τα Υποβρύχια ΚΑΤΣΩΝΗΣ, ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΗΣ κλπ με κυβερνήτες και πληρώματα άξια των παλαιών ναυμάχων μας, αγνοούνται τελείως και η εξαφάνιση όλων των εκτός ΚΚΕ/ΕΑΜ αγωνιστών, υπήρξε πλήρης.

Μετά από τόσα πολλά χρόνια, αλλά και φοβερές αντιθέσεις, συγκρούσεις, αντεκδικήσεις, αίμα και καταστροφές, βλέπουμε επιτέλους μια πετυχημένη προσπάθεια των παραπάνω επιστημόνων, να εξετάσουν και την «άλλη πλευρά» της Εθνικής Αντίστασης στον Ελληνικό Βορρά παρουσιάζοντας μας τους «Άλλους Καπετάνιους» ή « Εθνικιστές καπετάνιους», εξετάζοντας βαθύτερα τα αίτια που δημιούργησαν τα προβλήματα της εποχής.

Χαρακτηριστικά των αντί κομμουνιστών καπετάνιων είναι ο «πηγαίος πατριωτισμός», που αποτέλεσε κύρια παρόρμηση και η έλλειψη κάθε πολιτικής ή κομματικής παιδείας, ως συνδετικός κρίκος μεταξύ των, ενώ γνώρισμά των παραμένει βασικά η «τοπική» σχέση με την περιοχή τους. Εξετάζοντάς τους αναλυτικά, γίνεται αμέσως φανερή «η αυθόρμητη και ταυτόχρονη αντίδρασή των στην παρουσία των κατακτητών», αλλά και στη βίαιη υποταγή στο ΚΚΕ/ΕΑΜ, που επιδίωξαν οι «καθυστερημένοι αντιστασιακοί» κομμουνιστές της εποχής. Διακρίνουμε δύο κατηγορίες «εθνικιστών ή άλλων καπετάνιων»:

Α. «Καπετάνιοι» που ακολούθησαν αντιστασιακές οργανώσεις κινούμενες συνήθως από αξιωματικούς, πολεμώντας μέχρι το τέλος σε διμέτωπο αγώνα, κατά των κατακτητών, αλλά και αντιστεκόμενοι στο διαρκώς επιτιθέμενο ΚΚΕ/ΕΑΜ.

Β. «Καπετάνιοι» οι οποίοι ξεκίνησαν δημιουργώντας αντιστασιακές ομάδες επίσης με τη συνεργασία αξιωματικών του στρατού κατά των κατακτητών, αλλά μέσα από την εμφύλια σύγκρουση που ξέσπασε με το ΚΚΕ/ΕΑΜ, το οποίο προσπαθούσε διαρκώς και με κάθε τρόπο να μονοπωλήσει τον αγώνα, οδηγήθηκαν ύστερα από σταδιακές υποχωρήσεις και συμβιβασμούς, στη Γερμανική ανοχή και ανεφοδιασμό σε όπλα -πιστεύοντας κατά την κρίση τους - στις άμεσες ανάγκες προστασίας και επιβίωσής και εκτιμώντας ότι το σημαντικότερο πρόβλημα ήταν ο διαφαινόμενος κίνδυνος κομμουνιστικής επικράτησης μετά την αποχώρηση των κατακτητών. Είναι επίσης φανερό ότι όσοι ακολούθησαν αυτό το δρόμο το έκαναν όταν πλέον και οι πέτρες γνώριζαν ότι η Γερμανία είχε χάσει το πόλεμο !! Επίσης η Γερμανική ανοχή στην οποία κατέφυγαν, είχε πάντοτε προσωρινή μορφή και δεν αποτέλεσε ποτέ φυσική κατάληξη ιδεολογικής ή πολιτικής προσέγγισης με τους κατακτητές, αλλά ήταν αποτέλεσμα εμφυλίων συγκρούσεων και κύριος στόχος υπήρξε η διατήρηση των όπλων για την αυτοπροστασία των, την οποία δεν ήταν δυνατόν να προσφέρουν ούτε οι Βρετανοί σύνδεσμοι αξιωματικοί, ούτε και η εξόριστη ελληνική κυβέρνηση .

Η σταδιακή προβολή του κινδύνου κομμουνιστικής επικράτησης οδήγησε μάλιστα στο σημείο να παραβλέψουν παλιές αντιθέσεις μεταξύ των, φθάνοντας ακόμη και σε πολιτική αλλαγή, από τη προπολεμική δημοκρατική παράταξη στην οποία ανήκαν οι περισσότεροι, στη μεταπολεμική Μοναρχία, την οποία θεώρησαν σαν ισχυρότερη εγγύηση κατά της κομμουνιστικής επικράτησης, τη σκληρότητα της οποίας πρώτοι αντίκρισαν πληρώνοντας μεγάλο φόρο αίματος! Με τον τρόπο αυτό διαμόρφωσαν οι απλοί αυτοί άνθρωποι της υπαίθρου - γεωργοί, κτηνοτρόφοι, καρβουνιάρηδες, οδηγοί αυτοκινήτων και μικρέμποροι, συνήθως αγράμματοι, τελείως «προσωπική αντίληψη περί των κινδύνων του έθνους». Πολλοί μάλιστα από αυτούς είχαν και επίσης «προσωπική εμπειρία της κομμουνιστικής αντίστασης», με τη δολοφονία στενών συγγενών [συζύγου, παιδιών, αδελφών, κλπ]. Η σημαντική ερευνητική εργασία των νεώτερων ερευνητών της Θεσσαλονίκης δείχνει ότι με τη μελέτη σε τοπικό επίπεδο εξετάζονται καλύτερα φαινόμενα και γεγονότα που αποτελούν εκδηλώσεις «απλών ανθρώπων» και όχι κύριων πρωταγωνιστών της ελίτ. Μας εξηγούν επίσης απόλυτα, πως μερικοί «καθημερινοί και απλοί άνθρωποι», στα δύσκολα χρόνια, μετατράπηκαν σε δυναμικούς οπλαρχηγούς, ενώ ταυτόχρονα ζούμε και απαντούμε καλύτερα στο παλαιό βασικό ερώτημα της ιστορικής έρευνας «γιατί οι άνθρωποι παίρνουν τα όπλα»! Αντικρίζουμε επίσης γιατί ο διαχωρισμός των ανθρώπων της εποχής επεκτάθηκε μέχρι διαφοροποίησης ακόμη και μεταξύ εθνοτικών πληθυσμιακών ομάδων όπως π.χ. μεταξύ προσφύγων από τον Καύκασο και υπολοίπων Ποντίων.

Η επιστημονική ιστορική έρευνα συμβάλλει ακόμη στο ξεπέρασμα της «μυθογραφίας» της εποχής και δίνει κυριολεκτικά άγνωστα στοιχεία, χωρίς να καταγγέλλει ή να εξυμνεί γεγονότα και ανθρώπους. Αποδίδοντας την ένταση και έκταση των εμφυλίων συγκρούσεων μας φανερώνει ότι η Κατοχή σηματοδότησε ουσιαστικά την αρχή της μετέπειτα σύγκρουσης μεταξύ των Ελλήνων και αποδεικνύει ότι η ανοχή και επαφή ολόκληρων ομάδων Ελλήνων χωρικών με τους κατακτητές, υπήρξε σχεδόν πάντοτε αποτέλεσμα της εμφύλιας σφαγής και όχι προϋπόθεση… Χαρακτηριστικό στοιχείο του αγώνα στο Βορρά ήταν ότι ο εκτός ΚΚΕ/ΕΑΜ κόσμος, που αποτελούσε και τη συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων, οδηγήθηκε πολλές φορές μαζικά στην ανοχή των κατακτητών, στις περιοχές της Δυτικής πρώτα και Κεντρικής αργότερα Μακεδονίας, ενώ άντεξε στην Ήπειρο και Ανατολική Μακεδονία .

Η εκτός ΚΚΕ/ΕΑΜ παράταξη δημιουργήθηκε σιγά-σιγά μέσα από τον αντιστασιακό αγώνα και αντικρίζοντας τις θεωρίες βίας του τότε ΚΚΕ, αντέδρασε δυναμικά και αδέξια τις περισσότερες φορές, ακολουθώντας δρόμους επικίνδυνους. Υπερασπιζόμενοι την τοπική τους ελευθερία και την παραδοσιακή τους πίστη, δεν πίστεψαν από την αρχή στα μεγάλα λόγια και τις «ιστορικές προσπάθειες», αλλά θεώρησαν ότι μπορούν με την αντίδρασή τους αυτή να στηρίξουν την «τοπική τους ελευθερία και ιδιαιτερότητα». Ειδικά στην Ήπειρο –Μακεδονία – Θράκη, εμφανίσθηκε κάθε είδος αντάρτικου εκτός του ΚΚΕ/ΕΑΜ, αφ’ ενός διότι στις περιοχές αυτές υπήρχαν διαφορετικές ομάδες Ελληνικού πληθυσμού [εντόπιοι, πρόσφυγες από όλη τη Μικρά Ασία ή τη Χερσόνησο του Αίμου, Βλάχοι, Σαρακατσάνοι ,Μουσουλμάνοι κ.α.], αλλά και αφ’ ετέρου διότι υπήρχαν διαφορετικοί κατακτητές [Ιταλοί, Γερμανοί, Βούλγαροι]. Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι στις περιοχές αυτές δεν δημιουργήθηκαν ποτέ τα γνωστά «Τάγματα Ασφαλείας» με στρατιωτική συγκρότηση, τα οποία ίδρυσε η τότε «Κατοχική Κυβέρνηση Ράλλη» και έδρασαν στην Πελοπόννησο, Αθήνα και Στερεά Ελλάδα.

Στη θέση αυτών βρέθηκαν απλοί άνθρωποι της υπαίθρου με τοπικούς αρχηγούς, που «βγήκαν στο βουνό» αρχικά εξοπλισμένοι με όπλα του διαλυθέντος στρατού μας που είχαν κρύψει με δική τους πρωτοβουλία, για να πολεμήσουν το κατακτητή και συνέχισαν «μέσα από την αντίσταση» να εξοπλίζονταν όπως μπορούσαν, ακόμη και «από το διάβολο», όπως χαρακτηριστικά τόνιζαν πολλοί, για να αντιμετωπίσουν δύσκολες καταστάσεις που αιφνίδια ξεφύτρωναν στο μέχρι τότε γαλήνιο περιβάλλον τους και απειλούσαν ακόμη και τη φυσική τους ύπαρξή! Οι ίδιοι αυτοί ένοπλοι ήταν μάλιστα - πριν από λίγους μήνες - στρατιώτες και βαθμοφόροι του νικηφόρου Ελληνικού Στρατού της Αλβανίας και της «Γραμμής Μεταξά», ή παλαιοί αντάρτες του Ποντιακού στοιχείου!

Για λόγους κατανόησης διακρίνουμε μερικούς χαρακτηριστικούς τύπους αυτών των «Καπετάνιων της απόγνωσης», όπως ίσως θα μπορούσε να τους χαρακτηρίσει κανείς σήμερα, που είναι λεπτομερώς γνωστή η διαδρομή τους:

  1. «Ο Πατριώτης». Ιδιαίτερα μεταξύ των προσφύγων όλοι επικαλούνταν ότι «στην Τουρκία δεν αντέξαμε το ζυγό του Τούρκου και βγήκαμε στα βουνά, εδώ δεν λογαριάζουμε τίποτε, ούτε Γερμανούς, ούτε Βουλγάρους και φυσικά ούτε ….Ιταλούς»!

  1. Ο « Πατριώτης με ειδικά αντί -βουλγαρικά αισθήματα», που αισθάνθηκε μεγαλύτερο μίσος εναντίον όλων των κατακτητών αλλά και προσωπική προσβολή, διότι οι Γερμανοί είχαν παραχωρήσει την Ανατολική Μακεδονία – Θράκη στους Βουλγάρους, που ήταν φοβεροί και βάρβαροι κατακτητές, χωρίς να έχουν ρίξει τουφεκιά !

  1. Ο « Αντικομμουνιστής», ο οποίος αναπτύσσεται αργότερα, μετά τις αγριότητες επιβολής του ΚΚΕ/ΕΛΑΣ και την έντονη προπαγάνδα των κατακτητών .

Πρέπει ακόμη να λάβουμε υπ’ όψη ότι σημαντικοί παράγοντες που διαμόρφωσαν την «τοπική» αντίδραση αυτών των «Καπετάνιων της απόγνωσης », ήταν η αδυναμία πληροφόρησης και επικοινωνίας με τον ελεύθερο κόσμο.

Χαρακτηριστικό επίσης της «ενότητας και ταύτισης» των εθνικιστών γενικά ανταρτών της εποχής είναι ότι δεν ενδιαφέρονται για το πολιτικό καθεστώς αλλά κυρίως για την εδαφική έκταση της Ελλάδας μετά την απελευθέρωση η οποία θεωρείται πλέον βεβαία, μια και η Γερμανία ήταν φανερό ότι έχασε το πόλεμο. Ο φόβος από τη «συνεργασία» του ΚΚΕ/ΕΑΜ με γείτονες κομμουνιστές μεγάλωνε τις αμφιβολίες και τη γενική φοβία . Η φιλοπατρία και ο διεθνιστικός μπολσεβικισμός είναι κάτι που «δεν ταιριάζει» στη σκέψη των ανθρώπων της υπαίθρου της εποχής, άλλωστε ήταν παντού φανερή η εχθρότητα των Βουλγάρων και όλοι αναρωτιούνται ,που είναι οι «φίλοι μας Βούλγαροι» όπως προπαγάνδιζε συνέχεια το τότε ΚΚΕ.

Η κύρια συγκέντρωση των εθνικιστών ανταρτών είναι φανερή στην Ανατολική Μακεδονία, όπου αποκτούν μεγάλη ισχύ και αποτελούν τον κύριο εχθρό των σκληρών Βούλγαρων, οι οποίοι δεν ενοχλούνταν σχεδόν καθόλου τον ασθενικό ΕΛΑΣ της περιοχής, παρά την ισχυρή προπολεμική δύναμη στην περιοχή του ΚΚΕ. Μεταξύ των εθνικιστών καπετάνιων κυριαρχεί το προσφυγικό στοιχείο [Πόντιοι, πρόσφυγες από τη λοιπή Μ. Ασία, Θράκες κλπ] σε ποσοστό 65% και η μεγάλη αυτή αναλογία φανερώνει την ιδιαίτερη αγωνία των «προσφύγων».

Οι «αυτόνομοι» αρχικά αυτοί αντάρτες και καπετάνιοι της Ανατολικής Μακεδονίας που είχαν δηλώσει από τον Απρίλιο 1944 υπακοή στην εξόριστη Ελληνική Κυβέρνηση και το Βασιλέα [δημοσιευθέντα επίσημα Βρετανικά Αρχεία], κράτησαν μέχρι την κομμουνιστική ανταρσία του Δεκεμβρίου 1944, την οποία πρώτοι απέκρουσαν με επιτυχία τα ξημερώματα της 1ης Δεκεμβρίου 1944, πολύ πριν να εκδηλωθούν τα «Δεκεμβριανά» στην Αθήνα, παρά την πλήρη εγκατάλειψή των από τους συμμάχους Βρετανούς, οι οποίοι διέκοψαν τον εφοδιασμό τους με πυρομαχικά, καίτοι έφθασαν με πετυχημένη αντεπίθεση στα πρόθυρα της Δράμας!! Αντίθετα μάλιστα από ότι έγινε με τα τμήματα του Στρατηγού Ν. Ζέρβα, τα οποία το Αγγλικό και Ελληνικό πολεμικό ναυτικό μετάφεραν με ασφάλεια στην Κέρκυρα, οι πατριώτες αντάρτες της Ανατολικής Μακεδονίας, οι οποίοι είχαν αναγνωρισθεί στο μεταξύ σαν 7ου Συνοριακός Τομέας του τακτικού πλέον Ελληνικού στρατού από την Κυβέρνηση «Εθνικής Ενότητας» του Γ. Παπανδρέου εγκαταλείφθηκαν στην τύχη τους …..

Κύρια χαρακτηριστικά όλων των εθνικιστών ανταρτών υπήρξαν:

  • 1ον. Η «τοπική δράση», δηλαδή η κύρια αντιστασιακή τους δραστηριότητα περιορίζονταν «γύρω από το σπίτι των» και στην περιοχή του χωριού καταγωγής των, από το οποίο αρνούνταν να απομακρυνθούν. Με τον τρόπο αυτό λειτουργούσαν σαν «φύλακες» από τη βία των κατακτητών ή «τιμωροί λαϊκοί εκδικητές» κάθε βίαιης ενέργειας αυτών κατά των αμάχων.

  • 2ον. Η « χαλαρή συνεργασία» με άλλους καπετάνιους, έστω και της ίδιας παράταξης, η «χαλαρότητα» όμως αυτή πρέπει να αποδοθεί κυρίως στην αδυναμία ή την άρνηση των κεντρικών οργάνων της εκτός ΚΚΕ/ΕΑΜ αντίστασης, να αναλάβουν ευθύνες συντονισμού της δράσης των. Μεγάλο όμως μέρος της οφείλεται και στην ανυπαρξία κρατικών μέσων, διότι η ελεύθερη κυβέρνηση που αναγνωρίζονταν πάντοτε από τους συμμάχους σαν νόμιμη, βρίσκονταν και η ίδια εκτός Ελλάδος, ανίσχυρη και χωρίς «εκτελεστική δύναμη», ενώ η παρεμβολή των συμμάχων ήταν συνεχής για όλα τα ζητήματα .

Στο σημείο αυτό δεν πρέπει να παραλείψουμε και τα κατάλοιπα του πρόσφατου ακόμη Ελληνικού «διχασμού», που συνόδεψαν τόσο την Ελληνική κυβέρνηση στην εξορία, αλλά και πολλούς από τους Έλληνες οι οποίοι με τόσους κινδύνους κατέφευγαν στη Μέση Ανατολή για να συνεχίσουν τον αγώνα της ελευθερίας.

Πρέπει ακόμη να τονίσουμε ότι στο βάθος, πίσω από κάθε αντιστασιακή κίνηση στον Ελληνικό Βορρά, εκτός ΚΚΕ/ΕΑΜ κλπ, διακρίνει κανείς τη παρουσία του σώματος των αξιωματικών που μετά τη διάλυση του στρατού ξαναγύρισαν στα σπίτια τους σε όλη την Ελλάδα, [εκτός της Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης], ενώ ελάχιστοι ακολούθησαν την εξόριστη ελεύθερη κυβέρνηση .

Οι αξιωματικοί που βρέθηκαν τότε στον Ελληνικό Βορρά - όπως άλλωστε και όλοι οι αξιωματικοί στην Ελλάδα - κατάλαβαν και αντιμετώπισαν αμέσως το κίνδυνο της Γερμανικής κατοχής, η οποία έφερε και την ακόμη πιο σκληρή Βουλγαρική κατάκτηση της Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης, την οποία η Βουλγαρία ενσωμάτωσε από την αρχή. Ενώ δηλαδή στην υπόλοιπη κατεχόμενη Ελλάδα λειτουργούσαν - έστω και «Κατοχικές» - Ελληνικές αρχές, η Ανατολική Μακεδονία και Θράκη αποτελούσαν τις «Νέες Χώρες» της Βουλγαρίας, με το όνομα «Μπελομόριε» και κύριος σκοπός της ήταν ο πλήρης και βίαιος εκβουλγαρισμός της περιοχής, παρά τη συντριπτική υπεροχή του Ελληνικού πληθυσμού.

Σαν πρώτη κίνηση αντίστασης στο Μακεδονικό χώρο πρέπει να σημειώσουμε τη μυστική υπογραφή στην Εκκλησία του Αγίου Ελευθερίου Ντεπώ-Θεσσαλονίκης, «Πρακτικού Ίδρυσης» της αντιστασιακής οργάνωσης ΥΒΕ [«Υπερασπισταί Βορείου Ελλάδος», στις 10 Ιουλίου 1941 και όταν οι Γερμανοί αντίκριζαν τη Μόσχα!!] από 4 νέους αξιωματικούς με σκοπό την αντίδραση κατά των κατακτητών και την τόνωση του εθνικού φρονήματος. Η πρωτοποριακή αυτή αντιστασιακή πράξη των αξιωματικών είναι μια από τις πλέον άμεσες αντιδράσεις στην ξενική κατοχή και αποτελεί αδιάψευστη απόδειξη, ότι οι πρώτοι που κινήθηκαν κατά των κατακτητών ήταν οι αξιωματικοί, μόνιμοι και έφεδροι. Είναι άλλο ζήτημα εάν η μορφή που πήρε τελικά ο αγώνας με την έντονη και βίαιη παρεμβολή του τότε ΚΚΕ μετά τη Γερμανική επίθεση κατά της τότε ΕΣΣΔ και Αγγλικών υπηρεσιών, δεν τους επέτρεψε να τον διεξάγουν όπως έπρεπε, γι’ αυτό άλλωστε είχαμε και τραγικά αποτελέσματα. Ο πυρήνας αυτών των αξιωματικών, παρά την πίκρα που μερικοί κουβαλούσαν ακόμη από το «φαρμάκι του 1935», αποτέλεσαν πρωτοποριακή σταθερή και αμετάβλητη δύναμη αντιμετώπισης κάθε βίαιης κομμουνιστικής επιβολής, μέχρι την αποκατάσταση της ελευθερίας, πληρώνοντας βαρύ φόρο αίματος στους κατακτητές, αλλά και σε εσωτερικούς αντιπάλους .

Την παρουσία των αξιωματικών ή ακόμη και την απλή φήμη των, τη διακρίνουμε πίσω από τη σκιά όλων των εκτός ΚΚΕ/ΕΑΜ κλπ, «καπετάνιων», οι οποίοι πάντοτε τους ακολουθούσαν [εκτός της Ανατολικής Μακεδονίας–Θράκης, όπου οι καπετάνιοι προηγήθηκαν] αρχικά, έστω και εάν στην εξέλιξη του αγώνα έπαιρναν δρόμους «προσωπικούς» και αυτονομούνταν, παρασυρόμενοι από καθαρά «τοπικά αίτια», την εχθρική προπαγάνδα ή συνήθως την ανάγκη επιβίωσής των.

Μάλιστα η μεγαλύτερη αντίδραση στη βία του τότε ΚΚΕ/ΕΑΜ, προήλθε από τους λεγόμενους «δημοκρατικούς» [Βενιζελικούς], πολλοί από τους οποίους είχαν υποστεί σοβαρές συνέπειες του κινήματος 1935, όπως π.χ. οι αδελφοί Τσιγάντε, που διακρίθηκαν στον αντιστασιακό αγώνα και ο μεν ένας οργάνωσε το γνωστό Ιερό Λόχο στη Μέση Ανατολή, που υπήρξε πυρήνας των γνωστών «Λοκατζήδων» και σημερινών «Ειδικών Δυνάμεων», ενώ ο άλλος μετά από προδοσία, έπεσε μαχόμενος κατά των κατακτητών στην Αθήνα, ως απεσταλμένος της Ελεύθερης Ελληνικής Κυβέρνησης.

Σήμερα γνωρίζουμε ότι η έντονη «πολιτική παρεμβολή» στον απελευθερωτικό αγώνα της Κατοχής προκάλεσε την εκτροπή του σε εσωτερική πολιτική σύγκρουση, στην οποία η απροκάλυπτη βία που ακολούθησε το τότε ΚΚΕ, οδήγησε τελικά στο φοβερό και διχαστικό «αντί-κομμουνισμό».

Φωτίζονται επίσης δυνατά με επιστημονικά κριτήρια, για πρώτη φορά οι αρχικές φάσεις της εθνικής αντίστασης στη Μακεδονία. που άρχισε από τους απλούς ανθρώπους, γεγονός άξιο ιδιαίτερης προσοχής, ανεξάρτητα εάν συμφωνούμε ή όχι με τα περιγραφόμενα. Με τις νεώτερες έρευνες των ιστορικών του ΑΠΘ σπάζει τελείως η σιωπή και αποκαλύπτεται καθαρά η διαστρέβλωση της αλήθειας μιάς εποχής που διαίρεσε βαθιά τον Ελληνισμό αφήνοντας σημάδια ακόμη και σήμερα.

Σαφές συμπέρασμα που προβάλει επίσης αμέσως, είναι ότι το εθνικό και καθαρά πατριωτικό αίσθημα της επαναστατικής παράδοσης του έθνους μας, ήταν εκείνο που παρακίνησε τους Έλληνες στην αντίσταση κατά των κατακτητών, ενώ τα κομμουνιστικά κηρύγματα και οι διάφορες πολιτικές «θέσεις» ή δολοπλοκίες καιροσκόπων πολιτικών, ήρθαν αργότερα και δημιούργησαν σοβαρές επιπλοκές. Γνωρίζουμε επίσης σήμερα πολλά παραδείγματα τοπικών μυστικών εθνικών ομάδων, που αργότερα ακολούθησαν με τη βία το ΚΚΕ/ΕΑΜ κλπ ή αντιστάθηκαν μέχρι την τελική εξόντωσή τους.

Οι κατώτεροι κυρίως αξιωματικοί του στρατού και χωροφυλακής, μαζί με τους απλούς χωροφύλακες που εξακολουθούσαν κατά κάποιο τρόπο να αποτελούν υπολείμματα του οργανωμένου κράτους, υπήρξαν από τους πρώτους που κινήθηκαν αντιστασιακά πολύ πιο μπροστά από διάφορα στελέχη του ΚΚΕ. Με τη καθοδήγηση των παραπάνω ο πατριωτικός κόσμος της υπαίθρου οργανώθηκε σχεδόν αμέσως κατά των κατακτητών και ήρθε σε οξεία αντίθεση με το ΚΚΕ, όταν αυτό εμφανίσθηκε αργοπορημένο με σκληρές τάσεις επιβολής και μονοπώλησης του αγώνα.

Πρέπει ακόμη να σημειώσουμε ότι στο αρχικό στάδιο, μέρος της εθνικιστικής τοπικής ελίτ προσχώρησε αμέσως και χωρίς να γνωρίζει στο αργοπορημένο ΚΚΕ/ ΕΑΜ, ενώ ένα άλλο μέρος εναντιώθηκε, μέχρι ο καθένας να κατασταλάξει εκεί που του επεφύλασσε η μοίρα!

Περιγράφοντας σήμερα τους «Άλλους Καπετάνιους» όπως, τους ονομάζει πολύ επιτυχημένα τελευταία εργασία από το ΑΠΘ, μερικές ενέργειές των φαίνονται ακατανόητες, αποσπασματικές και άστοχες. Η μέθοδος της προσωποκεντρικής προσέγγισης που ακολουθείται σε όλες σχεδόν τις νεώτερες εργασίες, δεν άφησε επίσης χώρο για την περιγραφή ευρύτερων φαινομένων ή γεγονότων, γενικής πολιτικής των Γερμανών, Ιταλών, Βουλγάρων αλλά και των συμμάχων Άγγλων, έναντι των αντιστασιακών Ελλήνων. Από την άποψη αυτή χάθηκε και η ευκαιρία να αναδειχθούν υπερτοπικά φαινόμενα και πολιτικές που επέδρασαν καθοριστικά στη γενική πολιτική σκηνή και καθόρισαν τη μεταπολεμική πορεία, όπως π. χ. οι συστηματικές συλλήψεις “αντιδραστικών”, όπως ονομάζονταν από το ΚΚΕ/ΕΑΜ στην επαρχία, όσοι απλά διαφωνούσαν με τους κομμουνιστές της εποχής πριν τα Δεκεμβριανά ή το τελικό ξεκαθάρισμα των λογαριασμών με τις ομάδες ένοπλων χωρικών, μετά την αποχώρηση των Γερμανών .

Επίσης μεγάλο κενό παραμένει η έλλειψη αναφορών στο εθνικιστικό, προ ΕΑΜικό κόσμο της υπαίθρου που οργανώθηκε πριν η ταυτόχρονα με το ΕΑΜ και ήρθε σε οξεία αντίθεση μαζί του. Χτυπητό παράδειγμα στη Δυτική Μακεδονία είναι η εξόντωση της ομάδας του ανθυπολοχαγού Σιδηρόπουλου στον Αυγερινό του Βοίου, που αριθμούσε τουλάχιστον 150-200 άτομα, η οποία διαλύθηκε αιματηρά την άνοιξη του 1943 από το ΕΑΜ., μετά την εξόντωση του αρχηγού της στο Σπήλαιο Γρεβενών και πολλές άλλες!! Οι νεώτερες εργασίες τεκμηριώνουν τη δράση των αντί-κομμουνιστών καπετάνιων και τα κριτήρια των σχέσεων μερικών από αυτούς με τους Γερμανούς, τα οποία φυσικά δεν μπορούμε να τα θεωρήσουμε δευτέρας σημασίας, όπως επίσης το διαχωρισμό των εθνικιστών - κατά την εξέλιξη του αγώνα - σε δύο κατηγορίες, δηλαδή εκείνων που αντιστάθηκαν μέχρι τέλους στο «διπλό αγώνα» που επέβαλε τότε το ΚΚΕ/ΕΑΜ και εκείνων που κατέφυγαν στη Γερμανική ανοχή και εφοδιασμό. Η δεύτερη κατηγορία ασφαλώς μπορεί να επικαλεσθεί την προσωπική της επιβίωση σαν «αιτιολογία» για την προσφυγή στην ανοχή του κατακτητή και την παροχή όπλων, αλλά αυτό απέχει από τη «δικαιολογία».

Οι τελευταίες ερευνητικές εργασίες των νέων επιστημόνων του ΑΠΘ διευρύνουν τις γνώσεις μας και ανοίγουν νέο σωστό διάλογο για επανεκτίμηση των γεγονότων της τραγικής εποχής ενώ έχουν ιδιαίτερη αξία για όσους έζησαν το δράμα. Βλέπουμε καθαρά ότι η «Εθνική Αντίσταση» ήταν ταυτόχρονα και ένας «εφιάλτης» με σκληρό εμφύλιο πόλεμο μεταξύ των υπόδουλων Ελλήνων, οι οποίοι ενώ αγωνίζονταν όλοι για την ελευθερία, είχαν ταυτόχρονα εμπλακεί και σε φοβερό διμέτωπο αδελφοκτόνο αγώνα. Απομυθοποιούνται υπερβολές ή σκοπιμότητες και προ παντός παραποιήσεις και διαστρεβλώσεις της γνωστής «κόκκινης» προπαγάνδας – παλαιάς και νέας - ενώ παρουσιάζεται η αλήθεια, η οποία οδηγεί πάντοτε στην εθνική αυτογνωσία.

Με τις τελευταίες επιστημονικές πλέον εργασίες του ΑΠΘ, επιβεβαιώνεται για μια ακόμη φορά, ότι οι εραστές της υπερβολής έχουν μόνο πρόσκαιρα κέρδη, ενώ ταυτόχρονα καλύπτονται ερευνητικές αναζητήσεις των νέων επιστημόνων, αλλά και η επιθυμία του απλού αναγνώστη, ο οποίος ενδιαφέρεται για την ιστορική αλήθεια και όχι για τη δικαίωση διάφορων πολιτικών και ιδεολογικών επιλογών.»