Tου Χρηστου Γιανναρα
Το να είσαι Ιταλός, Γάλλος, Βρετανός, Ελληνας ή ό, τι ανάλογο δεν δηλώνει μόνο μια συμβατική, κρατική υπηκοότητα. Δηλώνει ότι «ανήκεις» σε μια συλλογικότητα με μεγαλύτερη ή μικρότερη ώς τώρα διαδρομή στην ανθρώπινη Ιστορία – ανήκεις σε μια γλώσσα, σε μια συνείδηση κοινού παρελθόντος, σε κοινή νοο-τροπία, κοινό θησαύρισμα πείρας που παραδίνεται από γενιά σε γενιά και διαμορφώνει συν-ήθειες, ένα κοινό ήθος, περίπου συλλογικό χαρακτήρα.
Οταν στη μητρική σου γλώσσα (τη γλώσσα που σε πρωτομπόλιασε στην κοινή «λογική»: σε σκέψη και κρίση) η συλλογικότητα σημαίνεται ως «κοινωνία» (δυναμική σχέσεων, συμ-μετοχή και αλληλεξάρτηση στην πραγμάτωση της ζωής), δεν είναι δυνατό να έχεις την ίδια οπτική και την ίδια εκδοχή της πραγματικότητας με συνάνθρωπό σου, καθ’ όλα σεβαστόν και αγαπημένο, που στη μητρική του γλώσσα η συλλογικότητα είναι μόνο «societas», δηλαδή «εταιρισμός επί κοινώ συμφέροντι». Αλλη νοο-τροπία και άλλα αντανακλαστικά σκέψης και πράξης διαμορφώνει το νοηματικό και βιωματικό φορτίο της λέξης «α-λήθεια» και άλλο της λέξης «veritas», διαφορετικό της λέξης «νόμος» και διαφορετικό της λέξης «lex» – το ίδιο και με αναρίθμητα ακόμη ζεύγη λέξεων: «λόγος» και «ratio», «πρόσωπο» και «persona», «δημοκρατία» και «res publica» κ. λπ., κ. λπ.
Διαφορετικόν ανθρωπολογικό τύπο διαμορφώνει μια συλλογικότητα με παρελθόν κατακτητικών κυρίως πολέμων, επιθετικών αναζητήσεων «ζωτικού χώρου», αποικιοκρατικών εθισμών, και διαφορετικόν μια άλλη που αιώνες πολλούς κυρίως αμυνόταν, επιβίωνε χάρη στην πανανθρώπινη εμβέλεια της πνευματικής της πραμάτειας. Διαφορετική νοο-τροπία και ήθος χαρακτηρίζει μια συλλογικότητα που η μεταφυσική της αναφορά ήταν πάντοτε ένας Θεός τιμωρός, αμείλικτος δικαστής και σαδιστής πατέρας, η «αμαρτία» παράβαση νόμου, ενοχή, εξαγοράσιμος κολασμός, και διαφορετική προκύπτει μια συλλογικότητα που ξέρει τον Θεό «νυμφίο», «εραστή μανικώτατον» του ανθρώπου και την αμαρτία «αστοχίαν», «απόπτωσιν από του στόχου», του στόχου πληρότητας της ζωής που είναι ο «όντως έρως».
Δεν ανήκουμε σε «εθνότητα», είναι ανεπαρκέστατη η λέξη. Ανήκουμε σε μια γλώσσα, σε μια κοινή ιστορική εμπειρία, σε μια παράδοση και συνέχεια πείρας, νοοτροπίας, μεταφυσικής ελπίδας. Αλλά αυτό το «ανήκειν», το «συνυπάρχειν» με κοινό, συνεκτικό της συλλογικότητας «τρόπο», βιώνεται και κατανοείται σε συνάρτηση πάντοτε με την καλλιέργεια του καθενός, το αισθητήριό του «ποιότητας» της ζωής.
Οι φτηνοί άνθρωποι του ό, τι φάμε ό, τι πιούμε και ό, τι τέλος πάντων ηδονικό αρπάξουμε, παρακάμπτουν το υπάρχειν (που είναι πάντοτε συνύπαρξη) και λογαριάζουν για ζωή το «έχειν»: Να κατέχουν, να εξουσιάζουν, να τα έχουν όλα υποταγμένα στις απαιτήσεις του εγώ. Καταλαβαίνουν τη συλλογικότητα μόνο σαν «κράτος» και το «ανήκειν» μόνο σαν συμβατική «υπηκοότητα». Λογαριάζουν το κράτος σαν εξουσιαστικό μηχανισμό διαχείρισης των κοινών και τους ενδιαφέρει μόνο για όσα χρηστικά τους παρέχει.
Πολύ συχνά, φτηνοί άνθρωποι ορέγονται τη διαχείριση του κράτους, την εξουσία της διαχείρισης. Οχι για να υπηρετήσουν τον δημιουργικό δυναμισμό της κοινωνικής συνοχής, τη γλώσσα, την ιστορική συνείδηση, τη θησαυρισμένη παράδοση, τη μεταφυσική ελπίδα – είναι ευτελείς άνθρωποι, δεν καταλαβαίνουν τίποτε από αυτά. Διψάνε εξουσία από ιδιοτέλεια και μόνο: Να προβληθεί το εγώ τους, να εξαρτώνται όλοι οι άλλοι από αυτούς, να βρίσκονται συνεχώς στη δημοσιότητα, να εισπράττουν κολακείες και χειροκροτήματα. ΄Η για σκοπιμότητες χυδαίου ηδονισμού: Να μπορούν να κλέβουν το δημόσιο ταμείο, να διαπλέκονται με μεγιστάνες του πλούτου και να δωροδοκούνται, να ζουν με πολυτέλεια ονειρώδη για τις ικανότητές τους και την καταγωγική τους ανέχεια.
Αφού λογαριάζουν τη συλλογικότητα μόνο σαν χρηστικό δεδομένο, ωφελιμιστική πραγματικότητα, τι πιο φυσικό να είναι απάτριδες, διεθνιστές, συνεπέστατοι «αποδομιστές» κάθε μη χρηστικής εκδοχής των θεμελίων της συνύπαρξης – της γλώσσας, της παιδείας, της Ιστορίας, της Τέχνης, της πολιτικής, της μεταφυσικής. Και για να προσδώσουν εγκυρότητα στον πρωτογονισμό του ατομοκεντρισμού, καταφεύγουν στην πιο αναχρονιστική και άκριτη ανάγνωση του Μαρξισμού: Βλέπουν τη συλλογικότητα να συγκροτείται μόνο στη «βάση» των παραγωγικών και ανταλλακτικών σχέσεων, επομένως ο πολιτισμός, οι διαφορές των πολιτισμών, η ποικιλία των παραδόσεων, δεν είναι παρά «εποικοδόμημα» σε αυτή την πρωτεύουσα βάση. Πώς λοιπόν να μην είναι πανέτοιμοι, παίρνοντας την εξουσία, να καταστρέψουν τη γλώσσα, να στρεβλώνουν και κατασυκοφαντήσουν την ιστορία του τόπου τους, να διασύρουν την αξιοπρέπεια του λαού τους, να χλευάσουν τη λαϊκή παράδοση και ευσέβεια, να πρακτορεύσουν (με το αζημίωτο) ξένα συμφέροντα;
Η καταφυγή της μηδενιστικής πολιτικής πρακτικής σε μαρξιστικά ψιμύθια, προκειμένου να εξωραϊστεί ο πρωτογονισμός της ακοινώνητης εγωκεντρικής ύπαρξης, δεν περιορίζει το σύμπτωμα σε μόνη την παράταξη της δήθεν Αριστεράς. Στην Ελλάδα τουλάχιστον, η διαχείριση της Παιδείας ανατίθεται (από κάθε κυβέρνηση οποιουδήποτε κόμματος και πρωθυπουργού) σε άτομα του ανθρωπολογικού τύπου των «αποδομιστών». Και αν υπάρξουν διαμαρτυρίες για την προκλητική αυθαιρεσία και αναίδεια αυτών των ατόμων, ξεσηκώνεται αμέσως μια θαυμαστά συντονισμένη συγχορδία υπερασπιστών της «αποδόμησης», συγχορδία από πριμαντόνες της δημοσιότητας που καλύπτουν όλο το «πολιτικό» φάσμα: από τη νεοφιλελεύθερη Δεξιά ώς την πιο φανταιζίστικη τάχα και Αριστερά.
Οταν έγραφε ο Καβάφης: «... το άριστον εκείνο, Ελληνικός – ιδιότητα δεν έχ’ η ανθρωπότης τιμιοτέραν· εις τους θεούς ευρίσκονται τα πέραν», απηχούσε μιαν επίγνωση της ελληνικότητας αυτονόητη στις μέρες του για μεγάλες πληθυσμικές ομάδες (όχι μόνο ελληνόφωνες). Από μια τέτοια επίγνωση (συνάρτηση καλλιέργειας) στερούν τον Ελληνισμό (τον ελλαδικό και της διασποράς) οι θλιβερές συμπλεγματικές φιγούρες που προσλαμβάνονται στο υπουργείο Παιδείας (με κάθε κυβέρνηση) για να οργανώσουν την κοινωνική άμυνα απέναντι στην απειλή του «εθνικισμού».
Οι πολλοί απλοί άνθρωποι που επενδύουν συναισθηματικά σε ιδεολογικές γενικότητες περί ενδόξων προγόνων και πρωτοπορίας άλλοτε στον πολιτισμό, δεν μπορούν πια να έχουν την επίγνωση της καβαφικής ελληνικότητας. Νιώθουν, όμως, να βιάζεται ο ψυχισμός τους από την πολιτική μεθοδικού αφελληνισμού της ελληνόφωνης (ακόμα) κοινωνίας. Και η μόνη λογική εξήγηση που βρίσκουν γι’ αυτό τον βιασμό, συνάγεται από συμπεριφορές που όζουν «πρακτοριλίκι». Δεν είναι μυστικό ότι ο «ξένος παράγων» θέλει από το ελλαδικό κρατίδιο να απεμπολήσει εσπευσμένα την ελληνικότητα της Κύπρου, της Μακεδονίας, του Αιγαίου – τουλάχιστον.
Ολα έχουν μια τιμή. Εκτός από την καβαφική ελληνικότητα.
Και αρχιερέας των σκοτεινών δυνάμεων ο Γιωργάκης.Επειδή του έβαλαν το πιστόλι στον κρόταφο οι κακοί χουντικοί ΄Ελληνες για να μρτυρήσει που κρυβόταν ο μπαμπάκας του (έτσι τουλάχιστον λέει), έχει παιδικά τραύματα και έχει σκοπό ζωής να αφελληνίσει την Ελλάδα, αντικαθιστώντας τους κατοίκους της με Πακιστανούς και Αφρικανούς. Ο μπαμπάκας του παρακάλαγε τον Παπαδόπουλο να του επιτρέψει να φύγει από την Ελλάδα, για να κάνη αντίσταση από τα σαλόνια της Ευρώπης όταν άλλοι αγωνιστές της Δημοκρατίας έμειναν εντός της χώρας... στα δύσκολα...Αυτούς μετά o «σιδερένιος πηδηχτούλης» τους εξαφάνισε (π.χ. τον Κλονιζάκη). Η οικογένεια είναι συνηθισμένη στον ανθελληνισμό και στην ρουφιανιά: Κάρφωμα των συντρόφων βομβιστών του μπαμπάκα στον Μανιαδάκη για να πάρει το διαβατήριο το 1938 για να πηδάει στην Αμερική όταν η Ελλάδα πνιγόταν στο αίμα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠάντως το παιδί είναι ειλικρινής. Σε δήλωση του το 1999 είχε πει για τα σχέδια του:
«Το σημαντικότερο όλων είναι η συνύπαρξη των λαών. O πολυπολιτισμικός χαρακτήρας των κοινωνιών. Aνοχή στο διαφορετικό, ανοχή στον διπλανό σου ασχέτως αν είναι άλλης φυλής, άλλης θρησκείας, άλλης εθνότητας και άλλης πολιτικής άποψης. Aυτά είναι και τα ιδανικά που πρέπει να προωθεί η Ελλάδα».
Αυτά και περαστικά μας.
ΕΕΕ