Του Στ.Ευσταθιάδη
Βήμα 24 Ιανουαρίου 2010
«Δεν παραδέχομαι ότι διέπραξαν συνειδητήν προδοσίαν, αλλά υπήρξαν μοιραία και αναγκαία θύματα εις τον βωμόν της πατρίδος» . Με αυτή τη δήλωση ο υποστράτηγος Θεόδωρος Πάγκαλος, παππούς του αντιπροέδρου της σημερινής κυβέρνησης, ανέτρεψε ουσιαστικά όλο το σκεπτικό και το κατηγορητήριο εναντίον των οκτώ πολιτικών και στρατιωτικών που το φθινόπωρο του 1922 παρέπεμψε σε δίκη και καταδίκασε έξι από αυτούς σε θάνατο σε έκτακτο στρατοδικείο στο οποίο αυτός ο ίδιος ο Πάγκαλος ήταν όχι μόνο ανακριτής αλλά και εκείνος που πρωτοστάτησε στην εκτέλεσή τους. Πρόκειται για μια παρωδία δίκης η οποία έμεινε στη νεότερη ελληνική Ιστορία ως ορόσημο και σταθμός στην εμφύλια πολιτική διαμάχη και δημιούργησε προστριβές με συμμαχικές και φίλιες κυβερνήσεις του εξωτερικού. Την περασμένη Πέμπτη η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, ύστερα από προσφυγή ενός απογόνου των εκτελεσθέντων, τάχθηκε υπέρ της επανάληψης της δίκης καθώς, όπως έγινε γνωστό, έχουν αποκαλυφθεί «νέα στοιχεία» σύμφωνα με τα οποία οι έξι ήταν αθώοι. Η νέα δίκη δεν θα οδηγηθεί σε νέα ακροαματική διαδικασία αλλά το Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου θα συνεδριάσει για το «διά ταύτα» της υπόθεσης και θα κρίνει την αθωότητα ορισμένων από τους κατηγορουμένους.
Η «Δίκη των Εξι» ήταν κατά κάποιον τρόπο ο δικαστικός-πολιτικός επίλογος της Μικρασιατικής Καταστροφής. Η νίκη της συντηρητικής αντιβενιζελικής Ηνωμένης Αντιπολίτευσης με επικεφαλής τον Δημήτριο Γούναρη τον Νοέμβριο του 1920, η οποία οδήγησε σε φατριαστική ακυβερνησία τη χώρα- τρεις αλλαγές κυβέρνησης σε ενάμιση χρόνο- και τα μεγάλα λάθη της στρατιωτικής ηγεσίας στο τουρκικό μέτωπο που κατέληξαν στη διάσπαση από τον στρατό του Κεμάλ Ατατούρκ της γραμμής άμυνας Αφιόν-Καραχισάρ τον Αύγουστο του 1922 οδήγησαν τελικά στο κίνημα των Γονατά, Πλαστήρα, Φωκά και σε μια ομάδα αξιωματικών υπό τον Θεόδωρο Πάγκαλο η οποία συνέλαβε τον Γούναρη και άλλους πολιτικούς και αξίωσε την απομάκρυνση του βασιλιά Κωνσταντίνου- ο οποίος αναχώρησε στην Ιταλία εγκαταλείποντας τον θρόνο στον γιο του Γεώργιο Β΄. Στις 9 Οκτωβρίου μια ογκώδης διαδήλωση 100.000 πολιτών στην πλατεία Συντάγματος «αξίωσε την άμεση εκτέλεση των υπευθύνων» της Μικρασιατικής Καταστροφής. Τρεις ημέρες αργότερα εκδόθηκε διάταγμα για τη σύσταση «εκτάκτου στρατοδικείου προς εκδίκασιν των κατά των υπαιτίων της εθνικής καταστροφής κατηγοριών». Πρόεδρος της ανακριτικής επιτροπής ανέλαβε ο Πάγκαλος και του στρατοδικείου ο υποστράτηγος Αλέξανδρος Οθωναίος αφού προηγουμένως έλαβαν την «κατηγορηματική διαβεβαίωσιν από τον αρχηγό του κινήματος Νικόλαο Πλαστήρα ότι «θα εκτελεστεί οιαδήποτε απόφασις του στρατοδικείου».
Δέκα ημέρες αργότερα η ανακριτική επιτροπή είχε περατώσει το έργο της και παρέπεμψε σε δίκη με την κατηγορία της «εσχάτης προδοσίας» τους: Δημήτριο Γούναρη, πρωθυπουργό της περιόδου 1921-1922, Πέτρο Πρωτοπαπαδάκη, πρωθυπουργό το 1922, Νικόλαο Στράτο, πρωθυπουργό το 1922, Γεώργιο Μπαλτατζή, υπουργό Εξωτερικών, Νικόλαο Θεοτόκη, υπουργό Στρατιωτικών, Γεώργιο Χατζηανέστη, διοικητή της στρατιάς Μικράς Ασίας, Μιχαήλ Γούδα, υποναύαρχο, και Ξενοφώντα Στρατηγό, υποστράτηγο. Το κατηγορητήριο, σύμφωνα με μαρτυρίες της εποχής, συντάχθηκε από τον Γεώργιο Παπανδρέου, ο οποίος ήταν ο πολιτικός σύμβουλος της επαναστατικής επιτροπής. Η υπεράσπιση υπέβαλε ένσταση ζητώντας η δίκη να γίνει από τη Βουλή αλλά το δικαστήριο την απέρριψε τονίζοντας ότι «το Εθνος ορθούμενον, αιμοσταγές, κρεουργημένον αλλά αδυσώπητον ενώπιόν του, ζητεί παρ΄ αυτού και των συνεργατών του δικαιοσύνην και τιμωρίαν διά το έγκλημα. Και εν ονόματι του Εθνους την δικαιοσύνην ταύτην η Επανάστασις θα την αποδώση». Το κατηγορητήριο χαρακτήριζε ιδιαίτερα τους Χατζηανέστη και Στράτο ως υπαιτίους» της κατάρρευσης του μετώπου. Ο Γούναρης, ο οποίος ήταν άρρωστος από τύφο, δήλωσε ότι το κατηγορητήριο δεν έχει «οτιδήποτε που να στηρίζεται. Εχουν εξασφαλίσει την καταδίκην μας και ουδεμίαν προσπάθειαν καταβάλουν διά να δημιουργήσουν λόγους φαινομενικώς ισχυρούς».
Το έκτακτο στρατοδικείο συνήλθε στο κτίριο της (παλιάς) Βουλής στις 31 Οκτωβρίου με πρόεδρο τον Αλέξανδρο Οθωναίο και στο οποίο μετείχαν αξιωματικοί και πολιτικοί οι οποίοι, είκοσι χρόνια αργότερα, θα βρεθούν στις πρώτες γραμμές της Εθνικής Αντίστασης- Χαβίνης Πεπονής, συνταγματάρχης Μανέττας, πλοίαρχος Γιαννικώστας, αντιπλοίαρχος Σκανδάλης, λοχαγός Καραπαναγιώτης, συνταγματάρχης Γρηγοριάδης κ.ά. Συνήγοροι υπεράσπισης ήταν συγγενικά και φιλικά πρόσωπα των κατηγορουμένων, μεταξύ των οποίων οι Παπαληγούρας και Τσουκαλάς. Το δικαστήριο διόρισε και «επίσημο» σκιτσογράφο τον ζωγράφο Περικλή Βυζάντιο. Η δίκη έγινε με όλους τους τυπικούς κανόνες. Συζητήθηκαν οι ενστάσεις - και απορρίφθηκαν-, εξετάστηκαν οι μάρτυρες υπεράσπισης και κατηγορίας- δώδεκα και δώδεκα - σε 24 συνεδριάσεις στη διάρκεια των οποίων σημειώθηκαν δύο εξελίξεις. Ο Γούναρης μεταφέρθηκε σε νοσοκομείο λόγω υποτροπής του τύφου από τον οποίο υπέφερε και παραιτήθηκε η κυβέρνηση Κροκιδά την οποία, στις 14 Νοεμβρίου, αντικατέστησε ο συνταγματάρχης Στυλιανός Γονατάς, της επαναστατικής τριανδρίας... Ακριβώς την επομένη βγαίνει και η απόφαση του έκτακτου στρατοδικείου. «Εν ονόματι του βασιλέως των Ελλήνων Γεωργίου Β΄ το Εκτακτον Στρατοδικείον (...) κηρύσσει παμψηφεί τους μεν Γ. Χατζηανέστην, Δ. Γούναρην, Ν. Στράτον, Π. Πρωτοπαπαδάκην, Γ. Μπαλτατζήν και Ν. Θεοτόκην εις την ποινήν του Θανάτου. Τους δε Μ. Γούδαν και Ξ. Στρατηγόν εις την ποινήν των ισοβίων...».
Η θανατική καταδίκη, όπως και οι ίδιοι οι κατηγορούμενοι είχαν προβλέψει, είχε ληφθεί προτού ακόμη αρχίσει η δίκη. Γι΄ αυτό και κινητοποιήθηκαν πολλοί, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Δύο διαβήματα μετριοπαθών στρατιωτικών και του πρεσβευτή της Ιταλίας στον βασιλέα Γεώργιο Β΄ έμειναν αναπάντητα. (Αυτός ήταν ένας σοβαρός λόγος για τον οποίο πολλοί βασιλόφρονες έμειναν αδιάφοροι ή και αντέδρασαν, όπως οι Θεοτόκης, Στεφανόπουλος κ.ά., όταν το 1945 ανακινήθηκε θέμα επανόδου του Γεωργίου). Ο (τότε) συνταγματάρχης Ιωάννης Μεταξάς ζήτησε από την κυβέρνηση Κροκιδά να δώσει στους κατηγορουμένους το δικαίωμα της έφεσης αλλά η κυβέρνηση δεν τόλμησε να το ζητήσει. Ο υπουργός Εξωτερικών Νικόλαος Πολίτης αναγκάζεται να παραιτηθεί «μη δυνάμενος να υποφέρει τας ασκουμένας πιέσεις ομολόγων του», όπως θα γράψει αργότερα στο «Ελεύθερον Βήμα». Τη σοβαρότερη προσπάθεια κατέβαλε η Αγγλία. Ο πρεσβευτής της Λίντλεϊ δήλωσε στον Κροκιδά ότι θα επιβληθούν «αυστηραί κυρώσεις» στην Ελλάδα αν εκτελεστούν οι κατηγορούμενοι. Πρωθυπουργός της Αγγλίας ήταν εκείνη την εποχή ο Αντριου Μπόναρ Λο, ο εξάδελφος του οποίου είχε παντρευτεί την αδελφή του Χατζηανέστη.
Τα ξημερώματα της 16ης Νοεμβρίου ο Πάγκαλος, ο οποίος είχε ορκιστεί υπουργός Στρατιωτικών στην κυβέρνηση Γονατά, σπεύδει στον Πλαστήρα και του ζητεί «να εκτελεστούν αυθωρεί οι καταδικασθέντες». Στον Πειραιά είχε καταφθάσει αγγλικό αντιτορπιλικό με τον πλοίαρχο Ολγουιν Τάλμποτ ο οποίος είχε διαταγή να επιδώσει στον Πλαστήρα τελεσίγραφο του υπουργού Εξωτερικών της Αγγλίας που απειλούσε διακοπή των σχέσεων με την Ελλάδα, άρνηση να της δώσει το δάνειο που ζητούσε και θα την άφηνε ανυπεράσπιστη στις συνομιλίες της Λωζάννης με την Τουρκία τις οποίες διεξήγε ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Γι΄ αυτό και η σπουδή του Πάγκαλου, ο οποίος έφθασε στις φυλακές Αβέρωφ, όπου είχαν μεταφερθεί οι καταδικασθέντες, τους έδωσε δύο ωρών καιρό «για να συναντηθούν με συγγενείς τους και άλλα πρόσωπα» και στις 10.30 π.μ. έδωσε τη διαταγή να μεταφερθούν στου Γουδή για να εκτελεστούν. Προηγουμένως ένας κατώτερος αξιωματικός καθήρεσε τον Χατζηανέστη. Στις 10.41 το πρωί της Τετάρτης 16ης Νοεμβρίου 1922, με 36 πυροβολισμούς του εκτελεστικού αποσπάσματος εκτελούνται οι Εξι. Λίγα λεπτά αργότερα έμπαινε στο γραφείο του Πλαστήρα ο Τάλμποτ- για να ακούσει ότι «μόλις είχαν εκτελεστεί οι καταδικασθέντες».
Η Αγγλία ανεκάλεσε τον πρεσβευτή της από την Αθήνα αλλά δεν διέκοψε τις σχέσεις, πέτυχε όμως να διασώσει τον πρίγκιπα Ανδρέα- πατέρα του πρίγκιπα Φίλιππου της Βρετανίας- τον οποίο η επαναστατική κυβέρνηση είχε αποφασίσει να στείλει σε έκτακτο στρατοδικείο με την κατηγορία του «ενεργού μέλους» της υπεύθυνης για τη Μικρασιατική Καταστροφή στρατιωτικής ηγεσίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΣΧΟΛΙΑ