Είναι αναμφισβήτητο γεγονός πια, ότι σε όλο το δυτικό κόσμο η μεγάλη μάζα των διανοουμένων είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό εξαρτημένη από το κεφάλαιο ή από την εξουσία. Οι μηχανισμοί είναι γνωστότατο. Η εύνοια, η συμμετοχή σε " ερευνητικά προγράμματα " που συνδέονται με την παραγωγή, η παροχή υπηρεσιών με την τυπική ιδιότητα του συμβούλου, του τεχνοκράτη, του εμπειρογνώμονα ή ακόμα και του «γκουρού», κατέστησαν την διανόηση «επάγγελμα»...».

Κ
. Τσουκαλάς

« It is now an undeniable fact that throughout the western world the intellectuals are strongly dependent on the capital and the «power». The mechanisms are well known. These are the favouritism, the participation in «research projects» associated with the production, the status of consultant, the technocrat, the expert, or even the «gurus».All these have made the intellectuals a professional cast of people in the service of political, economical and social elites.

C. Tsoukalas

11 ΜΑΡΤΙΟΥ 2010

Τι περιμένουνουμε στην αγορά συναθροισμένοι;
Είναι οι βάρβαροι να φθάσουν σήμερα.
Γιατί μέσα στην σύγκλητο μια τέτοια απραξία;
Τι καθοντ’ οι συγκλητικοί και δεν νομοθετούνε;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα!

Τι νόμους πια θα κάμουν οι συγκλητικοί;
Οι βάρβαροι σαν έλθουν θα νομοθετήσουν!

Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2009

Η ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΤΗΣ ΚΕΡΚΥΡΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΤΑΛΙΑ ΚΑΙ Η ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΤΟ 1923



Καθημερινή 25-12-2009

Ο βομβαρδισμός και η κατάληψη της Κέρκυρας από ιταλικές δυνάμεις στις 31 Αυγούστου 1923 ήρθαν σε μία εξαιρετικά δύσκολη συγκυρία για την Ελλάδα. Οι ηγέτες της Επανάστασης του 1922 κατέβαλαν τιτάνιες προσπάθειες για την περίθαλψη των προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής και την ανόρθωση της οικονομίας της χώρας. Την ίδια ώρα, η εκτέλεση των Εξι τους είχε απομονώσει διεθνώς. Παρ' όλα αυτά, η υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης είχε δημιουργήσει ελπίδες για μια περίοδο σταθερότητας στα Βαλκάνια. Με το επεισόδιο της Κέρκυρας, οι ελπίδες αυτές κλονίστηκαν και διακυβεύθηκε η ειρήνη της περιοχής. Οπως αναφέρει στο βιβλίο του «Η Ελληνοϊταλική κρίση του 1923: Το επεισόδιο Tellini / Κέρκυρας» (εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα) ο Ι. Σ. Παπαφλωράτος, επρόκειτο για την πρώτη φορά που δοκιμάστηκαν η αξιοπιστία και η αποτελεσματικότητα της Κοινωνίας των Εθνών. Από νωρίς φάνηκε ξεκάθαρα πόσο μεροληπτικός ήταν ο τρόπος απονομής της δικαιοσύνης, όταν η διαφορά υφίστατο μεταξύ ενός μικρού κράτους και μιας μεγαλύτερης δύναμης. Αφήνοντας κατά μέρος την αποτυχία της ελληνικής διπλωματίας στην όλη υπόθεση, ήταν τελικά η πρώτη από τις πολλές φορές που επλήγη το κύρος του διεθνούς αυτού οργανισμού. Ηταν όμως και η «πρεμιέρα» για την πολιτική του Μπενίτο Μουσσολίνι στο διεθνές στερέωμα. Μάλιστα, ήταν ο πόθος του Μουσσολίνι να καθιερώσει την Ιταλία -μια μεσαία δύναμη σε τροχιά ανέλιξης- σε μεγάλη δύναμη, που τον οδήγησε στην κατάληψη της Κέρκυρας, καθώς το ελληνικό νησί κατέχει στρατηγική θέση για τον έλεγχο της Αδριατικής. Οι ιταλικές δυνάμεις έφυγαν από την Κέρκυρα στις 27 Σεπτεμβρίου 1923, αφού πρώτα η Ελλάδα ταπεινώθηκε. Ομως, το συγκεκριμένο επεισόδιο ήταν κακός οιωνός για το μέλλον, τουλάχιστον για όσους μπορούσαν τότε να δουν, καθώς αποτελούσε μικρογραφία και πρόγευση των κρίσεων του Μεσοπολέμου, οι οποίες οδήγησαν στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Στις 15 Μαΐου (ν.ημ.) 1920, η Ελλάδα και η Αλβανία συμφωνούσαν να αποδεχθούν τον διακανονισμό που θα πρότεινε η Πρεσβευτική Διάσκεψη (ένα νεόκοπο διεθνές όργανο) για τα κοινά τους σύνορα. Η Διάσκεψη, η οποία άρχισε τις εργασίες της τον Ιανουάριο του 1920, ιδρύθηκε από τις Μεγάλες Δυνάμεις με σκοπό τη ρύθμιση εθνικών διαφορών που θα παρουσιάζονταν από την εφαρμογή των συνθηκών της ειρήνης. Στη Διάσκεψη μετείχαν αντιπρόσωποι της Αγγλίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Ιαπωνίας, ενώ ο αντιπρόσωπος των ΗΠΑ παρευρισκόταν μόνο ως παρατηρητής, γιατί το Κογκρέσο είχε αρνηθεί να επικυρώσει τη Συνθήκη των Βερσαλλιών.

Ενα μήνα μετά την ελληνο-αλβανική συμφωνία, η Γαλλία παραχώρησε στην Αλβανία την περιοχή της Κορυτσάς που βρισκόταν υπό γαλλική κατοχή από το 1916. Η Κορυτσά είχε περιληφθεί στα αλβανικά εδάφη από το 1913, αλλά η Ελλάδα πρόβαλλε σοβαρές αντιρρήσεις για την τελική ένταξη, υποδεικνύοντας την ελληνικότητα του πληθυσμού της περιοχής. Εκτός από την Ελλάδα, τον διακανονισμό του 1913 αμφισβητούσε και η Γιουγκοσλαβία και ζητούσε επίσης επανεκτίμηση και των δικών της συνόρων με την Αλβανία. Η Διάσκεψη ωστόσο εξέδωσε απόφαση να τηρηθούν τα σύνορα του 1913, και μάλιστα όρισε ως σύνορο Ελλάδος και Αλβανίας τα όρια μεταξύ των καζάδων Κορυτσάς και Καστοριάς αντί του υδροκρίτη μεταξύ του άνω ρου του Δέβολη και του άνω ρου του Αλιάκμονα, που περιλαμβανόταν στο πρωτόκολλο της Φλωρεντίας του 1913, με αποτέλεσμα 14 χωριά του καζά της Κορυτσάς που ανήκαν στην Ελλάδα από τότε να περιέλθουν στην Αλβανία. Το θέμα των αλβανικών συνόρων όμως δεν ανήκε στην αρμοδιότητα της Πρεσβευτικής Διάσκεψης, αφού η Αλβανία δεν είχε υπογράψει τις συνθήκες της ειρήνης. Στις 7 Μαρτίου 1923 η επιτροπή χάραξης με επικεφαλής τον Ιταλό στρατηγό Tellini έφτασε στην Ηπειρο, αλλά άρχισε τις εργασίες της μόλις τον Μάιο εκείνου του χρόνου.

Στις 27 Αυγούστου βρέθηκαν δολοφονημένοι στον δρόμο των Ιωαννίνων προς την Κακαβιά (σε ελληνικό έδαφος) ο Tellini, ο ταγματάρχης Corti, ο υπασπιστής λοχαγός Bonaccini, ο οδηγός του αυτοκινήτου και ένας διερμηνέας. Χωρίς να περιμένει τα αποτελέσματα των ανακρίσεων που η ελληνική κυβέρνηση διέταξε να γίνουν, ο Μουσολίνι, μέσω του κατά τα πάντα δυσάρεστου προς τους Ελληνες Ιταλού πρεσβευτή Montagna, επέδωσε στην Επανάσταση του 1922 τελεσιγραφική διακοίνωση 24ώρου προθεσμίας, που περιείχε τους ακόλουθους όρους:

1) Απόδοση τιμών στην ιταλική σημαία και στις σορούς των δολοφονημένων. 2) Αίτηση συγγνώμης προς την Ιταλία. 3) Τέλεση μνημοσύνου παρουσία του υπουργικού συμβουλίου. 4) Συμμετοχή του στρατιωτικού ακολούθου της ιταλικής πρεσβείας στις ανακρίσεις. 5) Καταδίκη σε θάνατο των ενόχων. 6) Καταβολή 50.000.000 λιρεττών.

Από τις απαιτήσεις αυτές μόνον οι τρεις πρώτες έγιναν δεκτές, ενώ οι υπόλοιπες απορρίφθηκαν από την ελληνική κυβέρνηση, η οποία δεχόταν ωστόσο να προσφέρει αρωγή στις οικογένειες των θυμάτων. Ακόμη η Ελλάδα πρότεινε στην Ιταλία να αναθέσουν την επίλυση της διαφοράς στην Κοινωνία των Εθνών, ενώ ο υπουργός Εξωτερικών Αλεξανδρής διαβεβαίωνε τον Μουσολίνι με προσωπικό τηλεγράφημα ότι οι δολοφόνοι του στρατηγού δεν ήταν Ελληνες, αλλά ληστές αλβανικής καταγωγής.

Βομβαρδισμός αμάχων

Στις 31 Αυγούστου, η Πρεσβευτική Διάσκεψη κάλεσε με διακοίνωσή της την ελληνική κυβέρνηση να ενεργήσει με ταχύτητα για να βρεθούν οι ένοχοι. Η Ελλάδα στην προσπάθειά της να επιδείξει καλή θέληση απάντησε ζητώντας από τη Διάσκεψη τη σύσταση ειδικής επιτροπής, που θα διεξήγε έρευνες για τον καταλογισμό των ευθυνών, αλλά και για να επεκταθούν οι ανακρίσεις στο αλβανικό έδαφος. Στις 31 Αυγούστου 1923, τρία θωρηκτά, δύο βαρέα και δύο ελαφρά καταδρομικά, έξι αντιτορπιλικά, τορπιλοβόλα και υποβρύχια του ιταλικού ναυτικού, στρέφονταν εναντίον της ελληνικής Κέρκυρας, με τελεσιγραφική απαίτηση προς τον νομάρχη Ευριπαίο άμεσης παράδοσης του νησιού. Παρά την ειδοποίηση που έλαβαν ότι στα ανοχύρωτα φρούρια ήταν πρόχειρα εγκατεστημένοι πρόσφυγες, οι Ιταλοί απάντησαν στην άρνηση του νομάρχη με πυρά που κράτησαν 25 λεπτά και που στοίχισαν τη ζωή σε 15 αμάχους και τραυμάτισαν άλλους 35. Αμέσως μετά ιταλικές δυνάμεις κατοχής εγκαταστάθηκαν στην Κέρκυρα. Η κατάληψη της Κέρκυρας ήταν θέμα που απειλούσε τη διεθνή ειρήνη και γι' αυτό ανήκε αποκλειστικά στην αρμοδιότητα της ΚτΕ, ενώ η Διάσκεψη ως διάδικος στην υπόθεση της δολοφονίας δεν είχε δικαίωμα να παίζει και το ρόλο του δικαστή. Η άστοχη ελληνική παραδοχή της ανάμειξης της Διάσκεψης στην υπόθεση αυτή αχρήστευσε την προσφυγή στην ΚτΕ, καθώς μάλιστα ο Μουσολίνι, επωφελούμενος από τη διαλλακτικότητα της Ελλάδος, υποστήριζε ότι η Διάσκεψη και όχι η ΚτΕ (όπου η ψήφος των μικρών χωρών μπορούσε να βλάψει τα συμφέροντά του) ήταν αρμόδια για να επιλύσει τη διαφορά ανάμεσα στις δύο χώρες. Στις 8 Σεπτεμβρίου, η Διάσκεψη ανακοίνωσε στην Ελλάδα ότι έπρεπε περίπου να δεχθεί τους ιταλικούς όρους.

Μοιρολατρική υποχωρητικότητα με δυσβάσταχτο οικονομικό κόστος

Η Διάσκεψη αγνόησε με κυνισμό τόσο την έκθεση της δικής της επιτροπής, η οποία γνωμοδότησε υπέρ της Ελλάδας, όσο και την κατάθεση ενός λήσταρχου, του Κώτσου Μέμου (που ισχυρίσθηκε ότι η αλβανική αστυνομία του Αργυροκάστρου του είχε ζητήσει να δολοφονήσει τους Ιταλούς), και πριν περάσει η προθεσμία που είχε θέσει για την ανακάλυψη των ενόχων εξέδωσε απόφαση, βάσει της οποίας η Ελλάδα υποχρεωνόταν να πληρώσει 50 εκατομμύρια λιρέττες στην Ιταλία. Αν σκεφτεί κανείς ότι το ποσό αυτό αντιστοιχούσε με 500.000 λίρες Αγγλίας και ότι η Ελλάδα με πολλούς κόπους εξασφάλισε από την Τράπεζα της Αγγλίας δάνειο 750.000 λιρών για να αντιμετωπίσει με προσωρινά μέτρα τις ανάγκες των προσφύγων, θα αντιληφθεί τις επιπτώσεις μιας τέτοιας αποζημίωσης στον κρατικό προϋπολογισμό.

Οι έντονες ελληνικές διαμαρτυρίες και οι αναφορές στις αρχές της ηθικής και του δικαίου δεν απέτρεψαν την τελική αποδοχή των όρων. Ο αντιπρόσωπος της Ελλάδος στην ΚτΕ Ι. Πολίτης εισηγήθηκε προσφυγή στο Δικαστήριο της Χάγης, την οποία όμως η Επανάσταση του 1922 απέρριψε.

Τακτική συμβιβασμών

Παρά την ελληνική, μοιρολατρική σχεδόν, υποχωρητικότητα, οι Ιταλοί εξακολουθούσαν να κατέχουν την Κέρκυρα, με τον ισχυρισμό ότι θα έφευγαν μόνο μετά τη σύλληψη και την τιμωρία των ενόχων για τον φόνο του Tellini.

Η Ελλάδα είχε από την 1η Σεπτεμβρίου 1923 καταφύγει στην ΚτΕ, ζητώντας από το Συμβούλιο του Οργανισμού να αναλάβει τη διευθέτηση της διαφοράς με την Ιταλία. Στις 5 Σεπτεμβρίου, ο Ιταλός αντιπρόσωπος αποκρούοντας την επέμβαση της ΚτΕ με τον ισχυρισμό ότι η Ελλάδα είχε δηλώσει ότι θα σεβαστεί το πόρισμα της Διάσκεψης και ότι συνεπώς παραδεχόταν την ενοχή της στην υπόθεση της δολοφονίας, υπέδειξε έμμεσα το μεγάλο διπλωματικό σφάλμα των Ελλήνων. Μάταια ο γραμματέας της ελληνικής αντιπροσωπείας, Ι. Πολίτης, προσπάθησε να εξηγήσει ότι η χώρα του δεν είχε προσφύγει στη Διάσκεψη, αλλά είχε απαντήσει μόνο στη διακοίνωσή της ότι θα δεχόταν τα πορίσματα της ανακριτικής επιτροπής που εκείνη θα κατάρτιζε. Η ΚτΕ με ανακούφιση εγκατέλειψε την υπόθεση στην κρίση της Πρεσβευτικής Διάσκεψης.

Η εκκρεμότητα, τέλος, της ελληνικής προσφυγής στο Δικαστήριο της Χάγης έδωσε στην Αγγλία τη δυνατότητα να πείσει την Ιταλία να αποσυρθεί από την Κέρκυρα.

Ο Πλαστήρας, ο οποίος θέλησε κάποια στιγμή να αντισταθεί στην ιταλική εισβολή, αναγκάστηκε να ακολουθήσει τις αποτρεπτικές συμβουλές του Γονατά και του υπουργού Εξωτερικών Αλεξανδρή. Η απαισιόδοξη διάθεση με την οποία οι Ελληνες διπλωμάτες αντιμετώπιζαν τη δυνατότητα της ΚτΕ να απονέμει δικαιοσύνη, ιδιαίτερα όταν θίγονταν συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων, τους οδηγούσε σε μια τακτική συμβιβασμών, που απέκλειε την εκμετάλλευση των μικρών ευκαιριών που πρόσφερε ο Οργανισμός. Η απαισιοδοξία τους δεν ήταν βέβαια αβάσιμη. Η πλεονεκτική θέση των Μεγάλων Δυνάμεων στο εκτελεστικό όργανο της ΚτΕ -το Συμβούλιο- επηρέαζε αποφασιστικά και τις αποφάσεις του Οργανισμού.

Κακό προηγούμενο

Η αποχή της ΚτΕ από οποιαδήποτε μεσολαβητική ενέργεια θεωρήθηκε από τις Μεγάλες Δυνάμεις προϋπόθεση ειρηνικής ικανοποίησης των ιταλικών απαιτήσεων. Η παρουσία των μικρών χωρών στον Οργανισμό δημιουργούσε κίνδυνο για την Ιταλία να θεωρηθεί η απροκάλυπτη στρατιωτική της επέμβαση κακό προηγούμενο που εγκυμονούσε κινδύνους για όλες τις μικρές χώρες. Μολονότι ακούστηκαν αυστηρές κρίσεις εναντίον της Ιταλίας μέσα στην ΚτΕ, ο Οργανισμός στάθηκε αμέτοχος στον διακανονισμό του ζητήματος. Η επιτυχία του Μουσολίνι στην πρώτη του διεθνή αναμέτρηση μεγάλωσε το γόητρό του αλλά και την περιφρόνησή του για τον θεσμό της συλλογικής ασφάλειας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΣΧΟΛΙΑ