Είναι αναμφισβήτητο γεγονός πια, ότι σε όλο το δυτικό κόσμο η μεγάλη μάζα των διανοουμένων είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό εξαρτημένη από το κεφάλαιο ή από την εξουσία. Οι μηχανισμοί είναι γνωστότατο. Η εύνοια, η συμμετοχή σε " ερευνητικά προγράμματα " που συνδέονται με την παραγωγή, η παροχή υπηρεσιών με την τυπική ιδιότητα του συμβούλου, του τεχνοκράτη, του εμπειρογνώμονα ή ακόμα και του «γκουρού», κατέστησαν την διανόηση «επάγγελμα»...».

Κ
. Τσουκαλάς

« It is now an undeniable fact that throughout the western world the intellectuals are strongly dependent on the capital and the «power». The mechanisms are well known. These are the favouritism, the participation in «research projects» associated with the production, the status of consultant, the technocrat, the expert, or even the «gurus».All these have made the intellectuals a professional cast of people in the service of political, economical and social elites.

C. Tsoukalas

11 ΜΑΡΤΙΟΥ 2010

Τι περιμένουνουμε στην αγορά συναθροισμένοι;
Είναι οι βάρβαροι να φθάσουν σήμερα.
Γιατί μέσα στην σύγκλητο μια τέτοια απραξία;
Τι καθοντ’ οι συγκλητικοί και δεν νομοθετούνε;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα!

Τι νόμους πια θα κάμουν οι συγκλητικοί;
Οι βάρβαροι σαν έλθουν θα νομοθετήσουν!

Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2009

Η ΔΡΑΣΗ ΤΟΥ NOF ΣΤΗΝ ΔΥΤΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ

Παρέλαση τμημάτων του ΝΟΦ στο Μοναστήρι, λίγο πριν να αναλάβουν δράση στην Δυτική Μακεδονία.

Δημοσιεύθηκε στις 15-11-2009 στον τόπο του Ακρίτα.

http://akritas-history-of-makedonia.blogspot.com/2009/11/1945-1946.html#more

[Απόσπασμα από την διδακτορική διατριβή του Θανάση Καλλανιώτη :«Οι πρόσφυγες στη Δυτική Μακεδονία (1941 -1946)», Θεσσαλονίκη, 2007 (επόπτης Ι. Σ. Κολιόπουλος)]

«Ετοιμαστείτε να πεθάνετε» έγραφαν το βράδυ σε πόρτες των εθνικοφρόνων πολιτών -Προσφύγων προφανώς- στην πόλη της Φλώρινας τον Απρίλιο του 1945 άγνωστοι χειριστές κιμωλιών, ζωηροί ίσως Σλαβομακεδόνες, επιτείνοντας το διάχυτο φόβο ότι επίκειτο εισβολή στην Ελλάδα Γιουγκοσλάβων στρατιωτών που είχαν συγκεντρωθεί κοντά στα σύνορα. [1]Όταν όμως στην πόλη προσήλθαν «πειθαρχημένες» δυνάμεις Εθνοφυλακής, στα σύνορα απλώθηκαν ένα βρετανικό κι ένα ελληνικό τάγμα στρατού και η Χωροφυλακή αυξήθηκε, κατευνάστηκε η «συνήθης νευρική τάση» που χαρακτήριζε την ατμόσφαιρας της πόλης. Οι Σλαβόφωνοι κουρασμένοι από τις περιπέτειες, άρχισαν.....

.... «να απλώνουν τα πανιά τους» στον άνεμο «που φυσούσε».[2]

Στην ύπαιθρο ο τρόμος ήταν οξύτερος, ιδιαίτερα στα ορεινά χωριά όπου από το Φεβρουάριο του 1945 παρουσιάζονταν ένοπλες ομάδες του «ανεξάρτητου αρχηγού Γκότσε». «Οι νέοι όλλοι είναι φορεμένοι ος Βούλγαροι στρατιώτες. είναι στην γραμμή οι δε περασμένοι της ηλικίας είναι στα βουνά και το βράδυ έρχντε εις τα χωριά για να ενθαρήνουν τον κόσμον και να τρώνε» έγραψε χωρικός περιγράφοντας την κατάσταση στο ΝΔ Βίτσι. [3] Καταγόμενοι από τη Φλώρινα, την Καστοριά και το Αμύνταιο οι ένοπλοι είχαν ορμητήριο ή καταφύγιο τη Γιουγκοσλαβία και περνούσαν στην Ελλάδα συνήθως από τα δασώδη μονοπάτια του Βαρνούντα ή από την Αλβανία. Έχοντας καλό οπλισμό και φορώντας γερμανικά ρούχα,[4] προφανώς και βουλγαρικά που πήραν από Βουλγάρους δρούσαν κάτω από τη σημαία μίας ανεξάρτητης Μακεδονίας με πρακτική τη στρατολόγηση ανδρών«πολύ συχνά με τη βία»[5] και τη λήψη γεννημάτων,[6] συνήθειες στις οποίες ορισμένοι από αυτούς αθλούνταν και επί Κατοχής, λαμβάνοντας (κάποτε) ακόμη και κάλτσες ή χρήματα από τις άγιες τράπεζες των εκκλησιών.[7] Εκτός τούτων επέρριπταν «πάντα τα υπό των ενόπλων ομοϊδεατών των λαμβάνοντα χώραν, εις βάρος της Κυβερνήσεως, της Εθνοφυλακής, Χωρ/κής και γενικώς των Αρχών και των εθνικοφρόνων πολιτών, καθυβρίζοντες άπαντας αλλά αναφέρουν -δια να γίνουν περισσότερον πιστευτοί- διάφορα γεγονότα, ιδίως βιασμούς κορασίδων και γυναικών εκ μέρους Εθν/κων (Μπουραντάδων) προέδρων Κοινοτήτων κλπ.».[8]

Στην ίδια περιοχή λίγοι ήταν οι επιφανείς ένοπλοι με μητρική γλώσσα διάφορη της σλαβικής, που οι περισσότεροι κατηγορούνταν για κατοχικούς φόνους:[9] ένας 25χρονος «πολύλογος» δάσκαλος από το Δομοκό,[10] ο ήδη αναφερόμενος Ευστράτιος Κέντρος, ο Καυκάσιος Λάζαρος Παπαδόπουλος ή Πολυνίκης από τους Αναργύρους Αμυνταίου, καπετάνιος τάγματος του Εφεδρικού ΕΛΑΣ επί Κατοχής κι ο γιγαντόσωμος, επίσης Καυκάσιος, Ιωάννης Παπαδόπουλος ή Αυγερινός από το Αμμοχώρι, λοχαγός του ΕΛΑΣ Βιτσίου που κατά μία πηγή δήλωνε στην Πρέσπα ότι θα «έστυβε» όποιον αντιποιείτο την αυτονομία.[11] Οι υπόλοιποι (και κατά πολύ περισσότεροι) ήταν Σλαβομακεδόνες πρώην κομουνιστές, Κομιτατζήδες ή μέλη του ΣΝΟΦ που είχαν αποσκιρτήσει από τον ΕΛΑΣ και καταφύγει στη Γιουγκοσλαβία όπως: ο Χρήστος Κολέντσης ή καπετάν Κόκκινος[12] που ως γυμνασιόπαις αποβαλλόταν διότι άφηνε μακριά μαλλιά κι επειδή χαρακτήριζε τη Ρωσία «επίγειον παράδεισον».[13]Σπούδασε Νομική, χρημάτισε λοχαγός του ΕΛΑΣ και γραμματέας του τάγματος του Ηλία Δημάκη ή Γκότσε, τον οποίο όμως δεν ακολούθησε έξω από τη χώρα[14] οι δάσκαλοι Μιχαήλ Κεραμιτζής από το Γάβρο[15] και Παύλος Ρακοβίτης από τον Πολυπλάτανο' [16] ο Χρήστος Καπελόπουλος ή Σιάπκας από τον Άγιο Γερμανό' ο Γεώργιος Κάλκος από τη Βυσσινιά -δρούσε στο νότιο Βίτσι- κι ο ήδη αναφερθείς Γεώργιος Τουρούντζιας από το Ξινό Νερό.[17]

Ως «Οχρανίται», «αντάρται «πρώην ΕΛΑΣ»», «φυγόδικοι», «Κομιτατζήδεςαυτονομισταί», «Βούλγαροι κομιτατζήδες», «Βουλγαροκομμουνισταί», «Βουλγαρομακεδόνες του ΕΛΑΣ», «Βουλγαροκομουνισταί Σνοφίται», «εαμοβούλγαροι», «σλαβομακεδόνες σοβινιστές» ή «συμμορίτες» αποκαλούνταν από τους αντιπάλους των, ενώ στέλεχος του ΚΚΕ τους αναφέρει ως «μπάζες».[18] Σε Βρετανούς είπαν ότι ανήκαν στο «Μακεδονικό Αντάρτικο Λαϊκό Στρατό». Το πλήθος των χαρακτηρισμών δηλώνει πως ελάχιστοι μάλλον από αυτούς αποτελούσαν συνειδητά μέλη της οργάνωσης ΝΟΦ (Λαϊκό ή Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο) που είχε δημιουργηθεί τον Απρίλιο του 1945 στα Σκόπια. Το ίδιο ολίγιστοι ήταν προφανώς και όσοι από τους ίδιους γνώριζαν το σκοπό της δράσης των, την «Ένωσιν» δηλαδή «των τριών Τμημάτων της Μακεδονίας (Ελληνικής - Σερβικής και Βουλγαρικής) για να δημιουργηθή το νέον Μακεδονικόν ομόσπονδον Έθνος εντός των κόλπων της Λαϊκής Δημοκρατίας του ΤΙΤΟ». [19] Ομοίαζαν πάντως πολύ με τους Βαλκάνιους αντάρτες της περιόδου της Κατοχής ως προς την εμφάνιση (ποικίλος π.χ. οπλισμός και ρουχισμός) αλλά κι ως προς την τακτική τους.

Βρετανός διπλωμάτης είχε χαρακτηρίσει τους ενόπλους του Βιτσίου και του Πάικου «νταήδες και επαγγελματίες λαιμοκόφτες» χωρίς πολιτικές απόψεις[20] και σε πολλά σημεία δεν απείχε πολύ από την πραγματικότητα. Όντως οι ένοπλοι διακρίνονταν για την αγαρμποσύνη τους: έστελναν απειλητικές επιστολές ζητώντας λίρες ή τις λάβαιναν άμεσα δια της βίας. Συμβούλευαν τους στρατεύσιμους να μην καταταχθούν στον Ελληνικό Στρατό. [21]Έδιωχναν τους ξένους βοσκούς που νοίκιαζαν στην περιοχή. [22]Συλλάμβαναν κι απειλούσαν ιερείς και προκρίτους όπως τον ενορίτη της Καλλιθέας.[23] Εκδικούνταν αντιπάλους τους άμεσα ή εμμέσως, ανατινάζοντας π.χ. ένα μύλο στον Άγιο Παντελεήμονα.[24] Προσπαθώντας να ιδρύσουν ξεχωριστές κομματικές οργανώσεις, συνδικάτα και συνεταιρισμούς[25] ήρθαν σε πρακτική αντίθεση με το ΕΑΜ, το ΑΚΕ και το ΚΚΕ με αποτέλεσμα να κατάσχουν αποθηκευμένα γεννήματα των αναφερομένων οργανώσεων,[26] να διαλύουν τις συγκεντρώσεις των, να απαγάγουν ή εκτελούν όσους Γκραικομάνους τα υπηρετούσαν, τα υποστήριζαν ή τα έβλεπαν φιλικά.[27] Έτσι φονεύθηκαν από μέλη του ΝΟΦ οι φιλικοί προς το ΚΚΕ Αναστασίου Αλέξανδρος από τη Μικρολίμνη[28] ο οδηγός Χρήστος Παπαδόπουλος από το Λαιμό (διότι μετέφερε Ριζοσπάστες),[29] ο έμπορος Νικόλαος Παπαδόπουλος από το ίδιο χωριό, ο Παντελής Μπούρδας από το Γάβρο και ο Δημήτριος Σούμπασης από τη Σιταριά, 5 συνολικά άνδρες.[30]

Με απαγωγές ή ενέδρες αιχμαλώτιζαν επίσης αντιπάλους των (Γκραικομάνους ή Πρόσφυγες) και τοπικά στελέχη της Ελληνικής Διοίκησης εκτελώντας τους είτε επί τόπου είτε στα λημέρια τους. Το αποτέλεσμα ήταν όσοι διορίζονταν κοινοτάρχες ή μέλη κοινοτικών συμβουλίων να φοβούνται να αναλάβουν όπως συνέβαινε στα χωριά της Πρέσπας. Δεν ήταν υπερβολικοί οι δισταγμοί των Εθνικοφρόνων και των Ουδέτερων διότι από τη δραστηριότητα των Σλαβομακεδόνων αυτονομιστών το έτος 1945 (ελάχιστοι αρχάς 1946) έχασαν τη ζωή τους συνολικά 28 άτομα: τον Μάιο του 1945 ο Καυκάσιος αντιπρόεδρος του Φανού Βασίλειος Μουρουζίδης, ο Λαζός κοινοτάρχης του Πολυπλατάνου Νικόλαος Πουγκαρίδης, ο Καραμανλής οδηγός της Ροδώνας Αχιλλέας Καλπακτζίδης, κι ο αγρότης Δημήτριος Σουγαρίδης από την Κολοκυνθού.[31]

Τον Ιούνιο του 1945 είχε πυκνώσει τόσο πολύ η δράση τους, ώστε ένας Έλληνας αξιωματικός είχε προτείνει όσον αφορά σε ένα από τα τοπικά ορμητήρια του ΝΟΦ στη Χειμαδίτιδα Αμυνταίου: «Να κυκλωθή η λίμνη υπό ανδρών της Εθνοφυλακής και Χωρ/κής και εν συνεννοήσει μετά των συμμαχικών Βρεττανικών στρατευμάτων να βομβαρδισθή αύτη δι' αεροπλάνου και μάλιστα από μικρού ύψους». Για τα άλλα κρησφύγετα ο ίδιος κατέληγε: «Τουτ' αυτό δύναται να γίνη και με τους εντός δασωδών εκτάσεων κρυπτομένους, αφού πρότερον βεβαιωθώσιν αι ενεργούσαι την επιχείρησιν δυνάμεις ότι ευρίσκονται εντός αυτών και αφού κυκλώσωσι καλώς τας δασώδεις εκτάσεις.».[32] Το μένος είχε αυξηθεί εναντίον τους τόσο, διότι εκείνο το μήνα φονεύτηκαν κατόπιν απαγωγών ή σε ενέδρες αρκετοί: ο μυλεργάτης Παντελής Αλεξανδρίδης από το Αμμοχώρι. ο «ασθενικός αγρότης»[33] Χρήστος Χρηστακάκης από τις Άνω Κλεινές, οι αγρότες Νικόλαος Κουλούρης, Χρήστος Βασιλειάδης και Δημήτριος Σουμπάσης από το Κεφαλάρι, τη Λεπτοκαρυά και τη Σιταριά αντίστοιχα. ο Πελοποννήσιος κοινοτάρχης (πρώην χωροφύλακας) Λευκώνα Γεώργιος Γιατρακάς. η νηπιαγωγός Ελευθερία Νένου από το Άργος Ορεστικό. ο ιερέας της Ολυμπιάδας Μάρκος Μητριάδης. οκοινοτάρχης της Γαλάτειας Παύλος Κοπατσιάρης κι ο Λαζός σύμβουλός του Γεώργιος Ορφανίδης από το ίδιο χωριό. ο μοίραρχος της Ειδικής Ασφαλείας Γεώργιος Καζάνας[34] από τα Γρεβενά που ερχόμενος οικογενειακώς από τη Γερμανία εκτελέστηκε στις φυλακές των Σκοπίων.[35]

Οι φόνοι συνεχίστηκαν τον επόμενο μήνα Ιούλιο του 1945: ο διευθυντής των λιγνιτωρυχείων Βεύης Ελευθέριος Πάλλης, η 18χρονη ανιψιά του Αθηνά Γκιοκόντη κι ο εργάτης Ξενοφών Λάμπρου (όλοι ιλλυρικής καταγωγής) από την ομάδα του «Λευτέρη Όλεφ»[36] -παρεμπιπτόντως η Αριστερά διέδιδε ότι τους είχαν φονεύσει «ένοπλες μοναρχοφασιστικές συμμορίες». [37]Επίσης ο Σαρακατσάνος κτηνοτρόφος Γεώργιος Κόνιαρης τον Αύγουστο στο ίδιο μέρος. τον ίδιο μήνα οι αγρότες Αλέξανδρος Αγγέλου και Παντελής Παπαδημητρίου από το Πέρασμα. ο αγροφύλακας Στέφανος Χάιτας από τον Φούφα (σλαβόφωνος οπλίτης της ΥΒΕ/ΕΚΑ),[38] ο κοινοτάρχης Ατραπού Χρίστος Ρίμπας και ο συνάδελφός τους της Υδρούσας[39] στις αρχές του 1946, όπως επίσης ο Χρήστος Τσάμος από το Σκοπό.[40]

Σε συμπλοκές ή ενέδρες της Χωροφυλακής και των Εθνοφυλάκων με τους ενόπλους του ΝΟΦ φονεύτηκαν 4 άνδρες: οι χωροφύλακες Λάμπρος Λαμπράκης και Γεώργιος Πολυζώης κοντά στη Σκοπιά τον Ιούλιο [41] κι ο ανθυπασπιστής του ΣΧ Ακρίτα (Μπουφίου) Γεώργιος Παναγιωτακόπουλος τον Οκτώβριο του 1945 ένας Εθνοφύλακας στον Αετό τον Ιούνιο του 1945[42] και δύο άλλοι στην Κέλλη τον επόμενο μήνα. Εκεί είχαν στήσει ενέδρα -μάλλον στην προνομιακή θέση Νιμέιτσα- εναντίον βρετανικού αυτοκινήτου με συνέπεια να τραυματιστούν άλλοι δύο επιβάτες, ένας Βρετανός στρατιώτης (που πέθανε αργότερα) και μία γυναίκα. Αιχμάλωτός τους Εθνοφύλακας που διέφυγε κατέθεσε ότι τον οδηγούσαν προς το «Ελεύθερο μακεδονικό κράτος». [43]Η πηγή που αναφέρει ότι επικεφαλής της ομάδας ήταν Γιουγκοσλάβος αξιωματικός που άκουγε στο όνομα Γκέσκα, [44]δεν έχει διασταυρωθεί. Για την τελευταία επίθεση φαίνεται ότι διαμαρτυρήθηκαν οι Σύμμαχοι, γι αυτό και οι επιθέσεις των Νοφιτών -σε μία την ημέρα υπολογίζονταν οι δολοφονίες και οι εξαφανίσεις στην περιοχή[45]- άρχισαν να μπαίνουν σε περίοδο ύφεσης. Σε αυτή βεβαίως συνέτειναν η επίταση της δράσης της Χωροφυλακής και οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις της Εθνοφυλακής, [46]ιδιαίτερα, αφ' ότου ομάδες του ΝΟΦ είχαν επιτεθεί εναντίον της στο χωριό των Κορεστίων Κώττας τον Αύγουστο του 1945.[47]

Από το άλλο μέρος ρόλο στη χειραγώγηση του ξέφρενου ΝΟΦ φαίνεται ότι αποτέλεσε η διανομή των εφοδίων της Ούνρρα, με αποτέλεσμα οι κάτοικοι να αποφεύγουν την έκθεσή τους σε διάφορα στρατόπεδα και να συμπαθούν τους Βρετανούς[48] ως εγγύηση ομαλότητας. Και φυσικά ο χειμώνας που δυσκόλευε την κίνηση αποκλείοντας τα ορεινά περάσματα.[49] Στην πυκνή δραστηριότητα των παράνομων ενόπλων οφείλεται κατά ένα μέρος η αργή κατάρτιση των εκλογικών καταλόγων με αποτέλεσμα σε όλη τη Μακεδονία μόνο η Φλώρινα, η Πρέσπα το Αμύνταιο και η Δράμα να αποτελούν «μαύρες κηλίδες». Δεν ήταν λοιπόν «μερικές» οι περιπτώσεις[50] όπου το ΝΟΦ έδρασε δυναμικά, αλλά ο κανόνας στη Δυτική Μακεδονία.[51]



2 σχόλια:

ΣΧΟΛΙΑ